Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ψ, ψ το [psí] (άκλ.) : 1.το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ψι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ψ' ή ψ' = επτακόσια ή επτακοσιοστός. || 'Ψ ή 'ψ = επτακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ψ ή ψ = εικοστός τρίτος: Οι ραψωδίες Ψ [psí] της Iλιάδας και ψ της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.)· (πρβ. X, χ): α. ως σύμβολο άγνωστης ποσότητας: Ο άγνωστος ψ. β. ως χαρακτηρισμός της τεταγμένης σε σύστημα συντεταγ μένων.
[αρχ. Ψ· προφ. [ps] · (δες και ψι)]