Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- X, χ το [
í] (άκλ.) : 1.το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο χι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) X' ή χ' = εξακόσια ή εξακοσιοστός. || 'X ή 'χ = εξακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) X ή χ = εικοστός δεύτερος: Οι ραψωδίες X [ í] της Iλιάδας και χ της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.)· (πρβ. Ψ, ψ): α. ως σύμβολο άγνωστης ποσότητας: Ο άγνωστος χ. || (έκφρ.) ο X, για να δηλώσουμε αόριστα κάποιο άτομο. β. ως χαρακτηρισμός της τετμημένης σε σύστημα συντεταγμένων. 4. (φυσ.) ακτίνες X, μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. 5. το σύμβολο της ισοπαλίας στο προπό: Στον αγώνα κυπέλλου μεταξύ των ομάδων Άρη-Παναθηναϊκού σημειώσατε X [ í] και ως ΦΡ σημειώσατε X [ í] , όταν δεν υπερισχύει ο ένας ή ο άλλος από τους δύο συνομιλητές, ανταγωνιστές κτλ. [αρχ. X· προφ. [k h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [x] · (δες και χι)]