Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Γ, γ το [γáma] (άκλ.) : 1. το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο γάμα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Γ' ή γ' = τρία ή τρίτος: Kεφάλαιο Γ' [tríto]. Στη σελίδα ιγ' (= 13η) της εισαγωγής. || 'Γ ή 'γ = τρεις χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Γ ή γ = τρίτος: Οι ραψωδίες Γ [γáma] της Iλιάδας και γ της Οδύσσειας. Tο Γ [γáma ή tríto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.
[αρχ. Γ (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [g], μετά την ελνστ. εποχή: [g] ύστερα από ρινικό σύμφ.: συγγενής [sing] (σημερ. γραφή γγ), [γ] παντού αλλού: εγώ (σύγκρ. B, Δ)· η σημερ. προφ. [γ] ύστερα από ρινικό σύμφ.: έγγαμος είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και γάμα)· ειδικά πριν από μπροστινό φων. [j] : γίνομαι· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [g] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [ŋk > ŋg] : σύγκαλα· επίσης λόγ. <γ> αντί <γκ> σε δάνεια με <g> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [g] : παγόδα < ιταλ. ή αγγλ. pagoda (δες λ.)]