Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Εγκέλαδος ο [engélaδos] Ο20 : 1.γίγαντας ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, προκαλούσε τις εκρήξεις των ηφαιστείων και τους σεισμούς. 2. σε μετωνυμία, για το σεισμό: Ξέσπασε η οργή του Εγκέλαδου / ξύπνησε ο ~, έγινε σεισμός. Εκατοντάδες τα θύματα του Εγκέλαδου, του σεισμού.
[λόγ. < αρχ. Ἐγκέλαδος]