Dictionary of Standard Modern Greek
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- Εγκέλαδος ο [engélaδos] Ο20 : 1.γίγαντας ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, προκαλούσε τις εκρήξεις των ηφαιστείων και τους σεισμούς. 2. σε μετωνυμία, για το σεισμό: Ξέσπασε η οργή του Εγκέλαδου / ξύπνησε ο ~, έγινε σεισμός. Εκατοντάδες τα θύματα του Εγκέλαδου, του σεισμού.
[λόγ. < αρχ. Ἐγκέλαδος]
- καλλικέλαδος -η -ο [kalikélaδos] Ε5 : (λόγ.) α. χαρακτηρισμός πτηνού που κελαηδάει ωραία. β. (μτφ.) χαρακτηρισμός καλλίφωνου ανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. καλλικέλαδος]
- καλλίφωνος -η -ο [kalífonos] Ε5 : που έχει ωραία φωνή, που τραγουδάει ωραία. || καλλικέλαδοςα.
[λόγ. < αρχ. καλλίφωνος]