Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Η*"
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημίφωνο [semi-vowel / glide]
- Φθόγγος ο οποίος βρίσκεται, ως προς τον τρόπο άρθρωσής του, ανάμεσα στα φωνήεντα και στα σύμφωνα χωρίς να μπορεί να υπαχθεί σε καμιά από τις δύο κατηγορίες. Τα ημίφωνα παράγονται με κλείσιμο της στοματικής κοιλότητας που δεν είναι ωστόσο ικανό να δημιουργήσει φραγμό ή τριβή (και επομένως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σύμφωνα) ούτε και επαρκές για την άρθρωση ενός καθαρού...
[φωνητική]
- ημιφωνοποίηση [semi-vowel formation]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- ηχηρό σύμφωνο [voiced consonant]
- Όρος ταξινόμησης των συμφώνων με βάση το διακριτικό χαρακτηριστικό της ηχηρότητας. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν οι φωνητικές χορδές πλησιάσουν τόσο ώστε να τίθενται σε παλμικές κινήσεις. Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τα ηχηρά σύμφωνα προσιδιάζουν στα φωνήεντα με τη διαφορά ότι η ροή του αέρα παρεμποδίζεται σε κάποιο σημείο της στοματική ή ρινικής κοιλότητας. Ηχηρά σύμφωνα της...
[φωνητική]
- ηχηροποίηση [voicing]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- ηχηρότητα [sonorance]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- ηχητικότητα [sonority]
-
Χωρίς περιεχόμενο...