Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "Η*"

6 εγγραφές [1 - 6]
ημίφωνο [semi-vowel / glide]
Φθόγγος ο οποίος βρίσκεται, ως προς τον τρόπο άρθρωσής του, ανάμεσα στα φωνήεντα και στα σύμφωνα χωρίς να μπορεί να υπαχθεί σε καμιά από τις δύο κατηγορίες. Τα ημίφωνα παράγονται με κλείσιμο της στοματικής κοιλότητας που δεν είναι ωστόσο ικανό να δημιουργήσει φραγμό ή τριβή (και επομένως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σύμφωνα) ούτε και επαρκές για την άρθρωση ενός καθαρού...
ημιφωνοποίηση [semi-vowel formation]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ηχηρό σύμφωνο [voiced consonant]
Όρος ταξινόμησης των συμφώνων με βάση το διακριτικό χαρακτηριστικό της ηχηρότητας. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν οι φωνητικές χορδές πλησιάσουν τόσο ώστε να τίθενται σε παλμικές κινήσεις. Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τα ηχηρά σύμφωνα προσιδιάζουν στα φωνήεντα με τη διαφορά ότι η ροή του αέρα παρεμποδίζεται σε κάποιο σημείο της στοματική ή ρινικής κοιλότητας. Ηχηρά σύμφωνα της...
ηχηροποίηση [voicing]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ηχηρότητα [sonorance]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ηχητικότητα [sonority]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας