ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Εργαλεία
Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας
(iii) Παρατηρήσεις σχετικά με τους υποθετικούς λόγους
§11.62. Εξαρτημένοι υποθετικοί λόγοι. Η απόδοση ενός υποθετικού λόγου μπορεί να μην είναι κύρια πρόταση, αλλά:
(α) δευτερεύουσα πρόταση
(β) απαρέμφατο
(γ) κατηγορηματική μετοχή,
εφόσον έχουμε εξάρτηση από ένα ρήμα λεκτικό, γνωστικό, αισθητικό, δηλωτικό, κελευστικό κλπ. Η μορφή της απόδοσης εξαρτάται από την κατηγορία στην οποία ανήκει, ανάλογα με τη σημασία του, το ρήμα εξάρτησης. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για ένα κείμενο σε πλάγιο λόγο στο οποίο εντάσσεται κάποια υποθετική πρόταση. Επομένως, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή όσα και στον πλάγιο λόγο.
ΞΕΝ ΚΑναβ 6.6.25 Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν ὅτι Δέξιππον μὲν οὐκ ἐπαινοίη͵ εἰ ταῦτα πεποιηκὼς εἴη· Μόλις άκουσε αυτά ο Κλέανδρος, είπε ότι δεν επαινούσε τον Δέξιππο, αν είχε ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο [εδώ, μάλιστα, η οριστική της υπόθεσης και της απόδοσης λόγω της εξάρτηση από ιστορικό χρόνο μετατράπηκαν σε ευκτική του πλαγίου λόγου.]
ΞΕΝ Ελλ 5.1.32 ὁ δὲ Ἀγησίλαος οὐκ ἔφη δέξασθαι τοὺς ὅρκους, ἐὰν μὴ ὀμνύωσιν, ὥσπερ τὰ βασιλέως γράμματα ἔλεγεν, αὐτονόμους εἶναι καὶ μικρὰν καὶ μεγάλην πόλιν ο Αγησίλαος από τη μεριά του είπε ότι δεν θα δεχτεί τους όρκους, αν δεν ορκιστούν, όπως υπαγόρευε η επιστολή του Μ. Βασιλιά, να αφήσουν αυτόνομες τις πόλεις, και τις μικρές και τις μεγάλες. [παρά την εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, η έγκλιση της υπόθεσης παρέμεινε αμετάβλητη].
ΘΟΥΚ 1.45.3 προεῖπον δὲ αὐτοῖς μὴ ναυμαχεῖν Κορινθίοις, ἢν μὴ ἐπὶ Κέρκυραν πλέωσι και τους προειδοποίησαν να μην ναυμαχήσουν με τους Κορίνθιους, αν δεν πλέυσουν εναντίον της Κέρκυρας [παρά την εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, η έγκλιση της υπόθεσης παρέμεινε αμετάβλητη].
ΘΟΥΚ 7.42.4 καὶ ὁρῶν τὸ παρατείχισμα τῶν Συρακοσίων, […] ἁπλοῦν ὂν καί, εἰ κρατήσειέ τις τῶν τε Ἐπιπολῶν τῆς ἀναβάσεως καὶ αὖθις τοῦ ἐν αὐταῖς στρατοπέδου, ῥᾳδίως ἂν αὐτὸ ληφθέν […], ἠπείγετο ἐπιθέσθαι τῇ πείρᾳ και βλέποντας ότι το εγκάρσιο τείχος των Συρακουσίων […] ήταν μονό, και ότι αν κατόρθωνε να γίνει κύριος της ανηφορικής οδού προς τις Επιπολές, και στη συνέχεια του στρατοπέδου που βρισκόταν εκεί, θα κυρίευε εύκολα το εγκάρσιο τείχος, […] βιαζόταν να επιχειρήσει την επίθεση.
§11.63. Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι. Πολλές φορές η υπόθεση ενός υποθετικού λόγου λανθάνει, δηλαδή δεν είναι εμφανής, καθώς ως υπόθεση δεν χρησιμοποιείται μια τυπική υποθετική πρόταση, αλλά ένα ισοδύναμο λεκτικό σύνολο ή πρόταση. Έτσι, αντί για υποθετική πρόταση, έχουμε:
• μια μετοχή:
ΞΕΝ Απομν 1.4.14 οὔτε γὰρ βοὸς ἂν ἔχων σῶμα, ἀνθρώπου δὲ γνώμην ἐδύνατ' ἂν πράττειν ἃ ἐβούλετο || γιατί ούτε αν είχε σώμα βοδιού και νου ανθρώπου θα μπορούσε ο άνθρωπος να κάνει όσα ήθελε.
• ένα επίρρημα (π.χ. οὕτως, ἄλλως, δικαίως, ἐκείνως, ταύτῃ, ἀμαχεί):
ΘΟΥΚ 2.11.5 οὕτω γὰρ [εἰ οὕτως ἔχοιεν] πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν πρός τε τὸ ἐπιχειρεῖσθαι ἀσφαλέστατοι || γιατί έτσι [αν έχουν έτσι τα πράγματα] οι στρατιώτες διαθέτουν την πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση στις επιθέσεις εναντίον των εχθρών και την μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τις επιθέσεις που δέχονται.
• έναν εμπρόθετο προσδιορισμό (συνήθως ἄνευ, ἀπὸ., ἐκ, μετὰ + γεν.):
ΠΛ Φαιδ 99a ἄνευ τοῦ τὰ τοιαῦτα ἔχειν [εἰ μὴ τὰ τοιαῦτα εἶχον] καὶ ὁστᾶ καὶ νεῦρα καὶ ὅσα ἄλλα ἔχω, οὐκ ἂν οἷός τ' ἦν ποιεῖν τὰ δόξαντά μοι || χωρίς [αν δεν είχα] αυτά, δηλαδή τα οστά, τα νεύρα και όσα άλλα έχω, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που θέλω.
• μια δευτερεύουσα πρόταση, χρονικοϋποθετική, αναφορική υποθετική, εναντιωματική.
ΔΗΜ 15.1 ἐπειδὰν γάρ τι δόξῃκαὶψηφισθῇ, τότ' ἴσον τοῦ πραχθῆναιἀπέχει ὅσονπερ πρὶν δόξαι || διότι, όταν τι αποφασισθή και ψηφισθή, τότε απέχει ίσον της εκτελέσεως, όσον και πριν αποφασισθή. γιατί, όταν κάτι θεωρηθεί σωστό και ψηφιστεί, (ακόμα και) τότε απέχει τόσο από την εκτέλεση, όσο και πριν αποφασιστεί.
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7 καὶ ὅτῳ δοκεῖταῦτ', ἔφη, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα (= εἴ τινι) || και όποιος συμφωνεί μ' αυτά, είπε, να σηκώσει το χέρι.
ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1167b31 οἱ δ' εὖ πεποιηκότες φιλοῦσι καὶ ἀγαπῶσι τοὺς πεπονθότας κἂν μηδὲν ὦσι χρήσιμοι || όσοι ευεργετούν νιώθουν για τους ευεργετούμενους φιλία και αγάπη, ακόμη κι αν αυτοί δεν τους είναι χρήσιμοι.
§11.64. Ελλειπτικοί ονομάζονται οι υποθετικοί λόγοι από τους οποίους παραλείπεταιτο ρήμα της υπόθεσης ή της απόδοσης ή και ολόκληρη η υπόθεση ή η απόδοση. Συγκεκριμένα:
• Παράλειψη του ρήματος της υπόθεσης ή της απόδοσης: το ρήμα της υπόθεσης ή της απόδοσης μπορεί να παραλείπεται, όταν εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα.
ΔΗΜ 1.20 ἔστι δὴ λοιπόν͵ οἶμαι͵ πάντας εἰσφέρειν͵ ἂν πολλῶν δέῃ͵ πολλά͵ ἂν ὀλίγων [ενν. δέῃ]͵ ὀλίγα || απομένει, νομίζω, όλοι να πληρώσουμε εισφορά, μεγάλη, αν απαιτούνται πολλά χρήματα, μικρή, αν (απαιτούνται) λίγα.
ΣΟΦ Αντ 39-40 Τί δ', ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ' ἐν τούτοις [ενν. ἐστί], ἐγὼ λύουσ' ἂν εἴθ' ἅπτουσα προσθείμην πλέον; || δύστυχη, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι όφελος θα μπορούσα να φέρω, ό,τι κι αν κάνω.
ΛΥΣ 24.20 ὥστ' εἴ τις ὑμῶν πονηρίαν καταγνώσεται τῶν ὡς ἐμὲ εἰσιόντων, δῆλον ὅτι καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις διατριβόντων [ενν. πονηρίαν καταγνώσεται] || επομένως, αν κάποιος από σας καταλογίσει κακία σ' αυτούς που έρχονται σε μένα, είναι φανερό ότι (θα καταλογίσει κακία) και σ' αυτούς που συχνάζουν και στους άλλους (καταστηματάρχες).·
• Παράλειψη ολόκληρης της υπόθεσης ή της απόδοσης:
Η υπόθεση ενδέχεται να παραλείπεται επειδή εννοείται εύκολα.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.2.21 καὶ ὅμως ἔνδον ἔχοντες τοσαῦτα οὔτε ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φέρειν͵ διαρραγεῖεν γὰρ ἄν͵ οὔτ' ἀμφιέννυνται πλείω ἢ δύνανται φέρειν͵ ἀποπνιγεῖεν γὰρ ἄν͵ ἀλλὰ τὰ περιττὰ χρήματα πράγματα ἔχουσιν· Και μολονότι έχουν τόσα πολλά σπίτι τους, ποτέ δεν τρώνε περισσότερο απ' όσο μπορούν ν' αντέξουν, γιατί αλλιώς θα έσκαγαν, ούτε φορούν περισσότερα ρούχα απ' όσα μπορούν να φορέσουν, γιατί αλλιώς θα πάθαιναν ασφυξία, αλλά τα περιττά πράγματα τούς στεναχωρούν.
Η απόδοση ενδέχεται, επίσης, να λείπει και στις εξής περιπτώσεις που έχουμε σχήματα λόγου όπως το σχήμα αποσιώπησης ή ανανταπόδοτο. Πιο συγκεκριμένα η απόδοση παραλείπεται:
(α) Στον συγκινησιακά φορτισμένο λόγο:
ΣΟΦ Αντ 740-741 ΚΡ. Ὅδ', ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ. ΑΙ. Εἴπερ γυνὴ σύ· σοῦ γὰρ οὖν προκήδομαι [Στην απάντηση του Αίμονα, εκτός από το ρήμα της υπόθεσης (εἶ), εννοείται και η απόδοση του υποθετικού λόγου (συμμαχῶ).] ΚΡ. Αυτός, όπως φαίνεται, συμμαχεί με τη γυναίκα. ΑΙ. Αν, βέβαια, εσύ είσαι γυναίκα. Γιατί, για σένα νοιάζομαι, βέβαια.
(β) Όταν δύο υποθέσεις συνδέονται αντιθετικά με το εἰ (ἐὰν) μέν …και το εἰ (ἐὰν) δὲ μὴ …, τότε συχνά η απόδοση της πρώτης υπόθεσης, επειδή είναι ευνόητη, παραλείπεται και ο λόγος σπεύδει να προχωρήσει στη επόμενη, σημαντικότερη σκέψη. Ως απόδοση του πρώτου υποθετικού λόγου μπορεί να εννοηθεί το καλῶς ἔχει (ἕξει), ενώ συνήθως παραλείπεται, ως ευκόλως εννοούμενο, και το ρήμα της δεύτερης υποθετικής πρότασης.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.24 εἰ μὲν οὖν ἐγὼ ὑμᾶς ἱκανῶς διδάσκω οἵους χρὴ πρὸς ἀλλήλους εἶναι· εἰ δὲ μή, καὶ παρὰ τῶν προγεγενημένων μανθάνετε || αν λοιπόν σας συμβουλεύω επαρκώς πώς πρέπει να συμπεριφέρεστε μεταξύ σας, έχει καλώς∙ αν όχι [ειδάλλως], διδαχθείτε και από όσα έχουν γίνει στο παρελθόν.
ΠΛ Πρωτ 325d καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται· εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς || και αν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του πάει καλά∙ ειδάλλως σαν βέργα που στραβώνει και καμπουριάζει το σιάζουν με απειλές και χτυπήματα.
§11.65. Λόγω της βραχυλογικής εκφοράς κάποιων υποθετικών λόγων, και πιο συγκεκριμένα της παράλειψης του ρήματος της υπόθεσης, προέκυψαν στερεότυπες ελλειπτικές υποθετικές εκφράσεις με επιρρηματική σημασία, όπως οι ακόλουθες:
εἰ δὲ μὴ (αλλιώς, ειδάλλως, σε αντίθετη περίπτωση)
εἰ μὴ (εκτός, παρά μόνο)
εἰ μὴ ἄρα (εκτός πια και αν, εκτός αν ίσως)
πλὴν εἰ (εκτός πια και αν)
ἐὰν μόνον (αρκεί μόνο να)
εἴ τις καὶ ἄλλος, εἴπερ τις καὶ ἄλλος (περισσότερο από κάθε άλλον)
εἴπερ ποτέ, εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε, εἴποτε καὶ ἄλλοτε (περισσότερο από κάθε άλλη φορά)
ὥσπερ εἰ/ἄν, ὥσπερ ἂν εἰ, ὡς εἰ/ἂν (σαν, όπως)
• Το εἰ μὴ ή εἰ μὴ ἄρα χρησιμοποιούνται συχνά ειρωνικά με τη σημασία "εκτός πια και αν", αναφερόμενα σε κάτι που δεν μπορεί να γίνει (στον Πλάτωνα η χρήση αυτή είναι συχνή σε απαντήσεις):
ΞΕΝ Απομν 1.2.8 πῶς ἂν οὖν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους; εἰ μὴ ἄρα ἡ τῆς ἀρετῆς ἐπιμέλεια διαφθορά ἐστιν || πως λοιπόν ήταν δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να διαφθείρει τους νέους; εκτός πια και αν θεωρείται διαφθορά η φροντίδα για την αρετή.
ΠΛ Πολ 608d σὺ δὲ τοῦτ' ἔχεις λέγειν; εἰ μὴ ἀδικῶ γ', ἔφην || εσύ όμως μπορείς να το πεις αυτό; [Ναι,] εκτός πια κι αν κάνω λάθος, είπα.
ΔΗΜ 18.51 οὔτε Φιλίππου ξένον οὔτ' Ἀλεξάνδρου φίλον εἴποιμ' ἂν ἐγώ σε, οὐχ οὕτω μαίνομαι, εἰ μὴ καὶ τοὺς θεριστὰς καὶ τοὺς ἄλλο τι μισθοῦ πράττοντας φίλους καὶ ξένους δεῖ καλεῖν τῶν μισθωσαμένων || ούτε φιλοξενούμενο του Φιλίππου ούτε φίλο του Αλέξανδρου θα μπορούσα να σε αποκαλέσω εγώ ―δεν τα 'χω χάσει τόσο―, εκτός πια και αν πρέπει τους θεριστές και εκείνους που κάνουν ο,τιδήποτε άλλο αντί αμοιβής να τους ονομάζουμε φίλους και φιλοξενούμενους αυτών που τους προσέλαβαν.
• Όταν το εἰ μὴ σημαίνει "εκτός (και αν)", εμφανίζεται ενίοτε και ένα δεύτερο εἰ:
ΠΛ Αλκ1 122b τῆς δὲ σῆς γενέσεως, ὦ Ἀλκιβιάδη, καὶ τροφῆς καὶ παιδείας, ἢ ἄλλου ὁτουοῦν Ἀθηναίων, ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενὶ μέλει, εἰ μὴ εἴ τις ἐραστής σου τυγχάνει ὤν || για τη δική σου γέννηση, Αλκιβιάδη, την ανατροφή και την παιδεία σου, ή για ο,τιδήποτε άλλο κανείς σχεδόν Αθηναίος δεν ενδιαφέρεται, εκτός και αν είναι εραστής σου.
• Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το πλὴν εἰ:
ΠΛ Πολ 366c οἶδεν ὅτι πλὴν εἴ τις θείᾳ φύσει δυσχεραίνων τὸ ἀδικεῖν ἢ ἐπιστήμην λαβὼν ἀπέχεται αὐτοῦ, τῶν γε ἄλλων οὐδεὶς ἐκὼν δίκαιος || θα ξέρει ότι εκτός από κάποιους που χάρη σε μια θεϊκή προδιάθεση της φύσης τους δεν ανέχονται το άδικο ή κάποιους άλλους που έχοντας αποκτήσει γνώση το αποφεύγουν, κανένας από τους υπόλοιπους δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του.
• Το εἰ μή αυτό, που δηλώνει εξαίρεση, εμφανίζεται συχνά και μετά το τί (= τί ἄλλο):
ΞΕΝ Οικ 9.1 τί δέ, εἰ μὴ ὑπισχνεῖτό γε ἐπιμελήσεσθαι || τι άλλο συνέβη παρά ότι μου υποσχόταν ότι θα φροντίσει γι' αυτά.
• Από τέτοιου είδους χρήσεις το εἰ μὴ παγιώθηκε σε επίρρημα που σημαίνει "εκτός". Ως τέτοιο εμφανίζεται μεμονωμένα και με μετοχές αντί του απλού μή:
ΕΥΡ Μηδ 368-369 δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαι ποτε, εἰ μή τι κερδαίνουσα ἢ τεχνωμένην; || πιστεύεις δηλαδή ότι θα κολάκευα ποτέ τούτον εδώ, εκτός και αν ήταν για να κερδίσω ή να σκαρώσω κάτι;
• Οι εκφράσεις ὥσπερ εἰ/ἄν, ὥσπερ ἂν εἰ, ὡς εἰ/ἂν δηλώνουν παρομοίωση και προέκυψαν από υποθετικούς λόγους από τους οποίους παραλείφθηκε το ρήμα της απόδοσης (ή και της υπόθεσης).
ΙΣΟΚΡ 4.69 ἀλλὰ πρὸς μόνους τοὺς προγόνους τοὺς ἡμετέρους συμβαλόντες ὁμοίως διεφθάρησαν ὥσπερ ἂν εἰ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἐπολέμησαν [μετά το ὥσπερ ἂν εννοείται το διεφθάρησαν] || αλλά αναμετρήθηκαν μόνο με τους προγόνους μας και καταστράφηκαν σαν να είχαν πολεμήσει ενάντια σε όλους τους ανθρώπους.
• Το μάλιστα μέν αφενός και το εἰ δὲ (ἐὰν δέ), συχνότερα εἰ δὲ μὴ αφετέρου συχνά αντιδιαστέλλονται μεταξύ τους έχοντας τη σημασία αφενός "εφόσον είναι δυνατόν", "αν γίνεται", "το καλύτερο (προτιμότερο) θα ήταν", αφετέρου "εάν όμως", "αν όμως τουλάχιστον":
ΣΟΦ Αντ 327-329 ἀλλ' εὑρεθείη μὲν μάλιστ'∙ ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ' ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ' ἐλθόντα με || το καλύτερο θα ήταν να βρεθεί∙ είτε όμως τον συλλάβουν είτε όχι ―γιατί αυτό κρίνεται από την τύχη―, εμένα δεν πρόκειται να με δεις να ξαναέρθω εδώ.
ΠΛ Πολ 378a τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ ὑέος […] μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι∙ εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι' ἀπορρήτων ακούειν ὡς ὀλίγιστους || όσο για τις πράξεις και τα παθήματα του Κρόνου από τον γιο του, το καλύτερο θα ήταν να αποσιωπώνται∙ αν όμως θα χρειαζόταν για κάποιον λόγο να ειπωθούν, να τα ακούνε όσο γίνεται πιο λίγοι, ως απόρρητα.
§11.66. Αντί για μια εξαρτημένη επιρρηματική αιτιολογική πρόταση με ἐπεί, ἐπειδὴ συχνά εμφανίζεται μια αντίστοιχη υποθετική πρόταση που εισάγεται με εἰ. Τούτο συμβαίνει όταν ο ομιλητής δεν θέλει να συνδέσει την αιτία και τον λόγο με μιαν ορισμένη ή ειδική περίπτωση, αλλά να τα παρουσιάσει ως μιαν αιτία ή έναν λόγο που έχει γενική ισχύ και εφαρμογή. Επειδή στις εξαρτημένες επιρρηματικές υποθετικές προτάσεις αυτού του είδους, όπως και στις αντίστοιχες αιτιολογικές με το ἐπεί, εκφράζεται μια απόφανση ή ένας ισχυρισμός (μια "κρίση"), εκφέρονται και οι δύο με τις εγκλίσεις που χρησιμοποιούνται και στις κύριες αποφαντικές προτάσεις, δηλαδή: οριστική, δυνητική ευκτική και, σπανιότερα, οριστική ιστορικού χρόνου με το ἄν. Όταν μάλιστα αυτό το εἰ, η σημασία του οποίου προσεγγίζει το ἐπεί (χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα μαζί του), συντάσσεται με οριστική διατηρεί και την άρνηση των αποφαντικών προτάσεων, δηλαδή το οὔ.
ΞΕΝ Απομν 1.5.1 εἰ δὲ δὴ καὶ ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν, ἐπισκεψώμεθα εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην τοιάδε αν [καθώς, επειδή, μιας και] η εγκράτεια είναι επίσης ένα ωραίο και ευγενές απόκτημα για έναν άνδρα, ας εξετάσουμε αν καθοδηγούσε προς αυτήν μιλώντας ως εξής.
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.29 ἐν γὰρ ταῖς πόλεσίν εἰσι πάντες ταῖς ἐφ' ἡμᾶς στρατευσομέναις, καὶ δικαίως, εἰ βάρβαρον μὲν πόλιν οὐδεμίαν ἠθελήσαμεν κατασχεῖν, καὶ ταῦτα κρατοῦντες, Ἑλληνίδα δὲ εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν πόλιν, ταύτην ἐξαλαπάξομεν || γιατί όλοι αυτοί είναι στις πόλεις που θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και δίκαια [θα το κάνουν], αν [εφόσον, καθώς, επειδή, μιας και, αφού] από τη μια δεν θελήσαμε, μολονότι είχαμε τη δύναμη, να καταλάβουμε καμιά βαρβαρική πόλη και από την άλλη λεηλατήσουμε την πρώτη ελληνική πόλη στην οποία φτάσουμε.
ΠΛ Πολ 597c ὁ θεός, εἴτε οὐκ εβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη || ο θεός, είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή κάποια αναγκαιότητα τον υποχρέωνε να μην φτιάξει στην [ιδεατή] φύση περισσότερα από ένα ανάκλιντρο, έπλασε μόνον εκείνο το ένα ανάκλιντρο που αποτελεί την ουσιώδη φύση του.
ΞΕΝ Απομν 1.5.3 εἴ γε μηδὲ δοῦλον ἀκρατῆ δεξαίμεθ' ἄν, πῶς οὐκ ἄξιον αὐτόν γε φυλάξασθαι τοιοῦτον γενέσθαι; || αν [καθώς, μιας και, αφού] μήτε για δούλο δεν θα δεχόμασταν έναν άνθρωπο που δεν είναι εγκρατής, πως δεν αξίζει να προσέξει ο κύριος να μην καταντήσει τέτοιος;
ΔΗΜ 18.190 εἰ δὲ μήτ' ἔστι μήτ' ἦν [ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν] μήτ' ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαινομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ' ἑλέσθαι; || αν [καθώς, επειδή, μιας και, αφού] όμως ούτε υπάρχει, ούτε υπήρχε [κάτι που διέκρινε κανείς τώρα, το οποίο αν εφαρμοζόταν τότε θα ωφελούσε], ούτε θα μπορούσε κανείς ακόμη και σήμερα να πει κάτι διαφορετικό, τι έπρεπε να πράξει ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε να επιλέξει τα καλύτερα από τα προφανή και εφικτά;