Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

§11.0. Οι δευτερεύουσες ή εξαρτημένες προτάσεις ενγένει (βλ. §8.11. κ.εξ.) συμπληρώνουν ή προσδιορίζουν την κύρια πρόταση, αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο όρους αυτής της τελευταίας, οι οποίοι όροι, ωστόσο, έχουν τη μορφή προτάσεων. Έτσι στη συνάφειά τους με την κύρια πρόταση οι δευτερεύουσες προτάσεις αντιστοιχούν προς τα γραμματικο-συντακτικά συστατικά στοιχεία αυτής της πρότασης και τις σχέσεις και λειτουργίες τους. Ειδικότερα οι δευτερεύουσες προτάσεις αντιστοιχούν αφενός προς τις γραμματικές κατηγορίες του ουσιαστικού, του επιθέτου και του επιρρήματος, αφετέρου προς τις συντακτικές κατηγορίες του υποκειμένου, του αντικειμένου, του επιθετικού προσδιορισμού και του επιρρηματικού προσδιορισμού. Με άλλα λόγια: Με εξαίρεση το κατηγόρημα, το οποίο ως θεμέλιο της πρότασης φέρει τα υπόλοιπα στοιχεία της και γι' αυτό δεν επιδέχεται μετατροπή, όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία της πρότασης μπορούν να εκφραστούν με δευτερεύουσες προτάσεις, οι οποίες αποτελούν περιφραστικούς αντικαταστάτες ενός ουσιαστικού, επιθέτου ή επιρρήματος και των συντακτικών λειτουργιών τους.

• Οι δευτερεύουσες προτάσεις που αντιστοιχούν προς ένα όνομα ουσιαστικό ή επίθετο και τις συντακτικές λειτουργίες αυτών των ονομάτων λέγονται ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις (βλ. κεφ. 10).

• Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της παρούσας ενότητας, είναι, από την άλλη πλευρά, εκείνες οι εξαρτημένες προτάσεις, οι οποίες ισοδυναμούν με ένα επίρρημα (ή μια επιρρηματική έκφραση) και λειτουργούν συντακτικά ακριβώς όπως αυτό, δηλαδή ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι διευρύνουν ή εμπλουτίζουν την πρόταση από την οποία εξαρτώνται, προσδιορίζοντας ειδικότερα τη ρηματική έννοια αυτής της πρότασης ως προς τον χρόνο, τον τόπο, την αιτία, τον σκοπό, το αποτέλεσμα, τις προϋποθέσεις, τον τρόπο ή τις περιστάσεις.

§11.1. Οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται μευποτακτικούς συνδέσμους. Οι σύνδεσμοι που εισάγουν τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις δηλώνουν τη σχέση υποταγής ή εξάρτησης της δευτερεύουσας επιρρηματικής πρότασης προς την κύρια πρόταση. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι συνήθως "συσχετικοί" καθώς ανταποκρίνονται προς δεικτικές λέξεις της κύριας πρότασης συνιστώντας έτσι ό,τι οι Αρχαίοι αποκαλούσαν ἄρθρα, "αρθρώσεις" ή "αρμούς" που αλληλοσυμπλέκονται συνδέοντας την κύρια με τη δευτερεύουσα πρόταση, π.χ.:

ΞΕΝ Ελλ 3.5.8 ὅτε δὲ παρεκάλουν ἡμᾶς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ, τότε ἅπασα ἡ πόλις ἀπεψηφίσατο μὴ συστρατεύειν αὐτοῖς || όταν οι Λακεδαιμόνιοι μας προσκαλούσαν να βαδίσουμε εναντίον του Πειραιά, τότε όλη η πόλη αποφάσισε με ψηφοφορία να μην εκστρατεύσουμε μαζί τους.

Αντί του συσχετικού δεικτικού ενδέχεται στην κύρια πρόταση να χρησιμοποιείται ένα ουσιαστικό:

ΠΛ Νομ 698b κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ὅτε ἡ Περσῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν ἐγίγνετο (αντί του τότε…, ὅτε) || κατά την περίοδο εκείνη, όταν γινόταν η επίθεση των Περσών εναντίον των Ελλήνων.

Το δεικτικό, ωστόσο, αποσιωπάται όταν δεν επιδιώκεται να εξαρθεί ο αμοιβαίος συσχετισμός:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.2 ὅτε παρ' Ἀστυάγους εἰς Πέρσας ἀπῄει, τοῦτον [Κῦρος] ἐκέλευσε διαφυλάξαι αὐτῷ τήν τε γυναῖκα καὶ τὴν σκηνήν || όταν αναχωρούσε από τα ανάκτορα του Αστυάγη για την Περσία, ο Κύρος τον διέταξε να του φυλάξει και τη γυναίκα και τη σκηνή.

§11.2. Ο τύπος του δεικτικού της κύριας πρότασης, είτε αυτό το δεικτικό εκφράζεται ρητά είτε αποσιωπάται και απλώς υπονοείται, αποτελεί, ακολούθως, ένα από τα κριτήρια για την ειδολογική κατάταξη των εξαρτημένων προτάσεων εν γένει καθώς καθορίζει το είδος της δευτερεύουσας πρότασης: Το επιρρηματικό δεικτικό υποδηλώνει, όπως στα προηγούμενα παραδείγματα, ότι πρόκειται για δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, ενώ τα ονοματικά δεικτικά σημαίνουν ότι πρόκειται για ονοματικές (ουσιαστικοειδείς ή επιθετικές) προτάσεις.

Ο χαρακτήρας των δευτερευουσών προτάσεων υποδηλώνεται όμως και από τους συνδέσμους που τις εισάγουν καθώς και τον τρόπο σύνταξής τους. Οι εισαγωγικοί αυτοί σύνδεσμοι και η σύνταξή τους δεν αποτελούν ωστόσο πάντοτε ασφαλή κριτήρια για την ειδολογική κατάταξη των εξαρτημένων προτάσεων. Οι εξαρτημένες προτάσεις, λ.χ., που εισάγονται με το ὅπως και παρουσιάζουν την ίδια σύνταξη ενδέχεται βέβαια να είναι επιρρηματικές δευτερεύουσες τελικές προτάσεις όπως συμβαίνει στην ακόλουθη περίπτωση:

ΞΕΝ Απομν 3.9.11 καὶ ἀπόντας μεταπεμπομένους, ὅπως ἐκείνοις πειθόμενοι τὰ δέοντα πράττωσιν (= μεταπεμπόμενοι ἐπὶ τούτῳ, ὅπως … πράττωσιν) καλούν και όσους απουσιάζουν [για το εξής:] για να πράξουν αυτά που πρέπει ακούγοντας εκείνους [που είναι γνώστες του πράγματος].

Οι εισαγόμενες με το ὅπως και συντασσόμενες με υποτακτική δευτερεύουσες πρότάσεις ενδέχεται όμως να είναι και ονοματικές, όπως στο παράδειγμα:

ΞΕΝ Απομν 2.2.6 οἱ γονεῖς […] ἐπιμελοῦνται […], ὅπως οἱ παῖδες αὐτοῖς γένωνται ὡς δυνατὸν βέλτιστοι (= οἱ γονεῖς ἐπιμελοῦνται τούτου, ὅπως … γένωνται) || οι γονείς φροντίζουν για τούτο, πως δηλαδή τα παιδιά τους να γίνονται όσο το δυνατόν καλύτερα.

Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τις εξαρτημένες προτάσεις που εισάγονται με το ὥστε, οι οποίες, παρουσιάζοντας την ίδια σύνταξη, ενδέχεται να έχουν επιρρηματική σημασία και να δηλώνουν τον τρόπο, όπως λ.x:

ΣΟΦ Ηλ 393 καλὸς γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι (= θαυμασίως καλός ἐστιν = οὕτω καλῶς ἐστιν, ὥστε θαυμάσαι) || πραγματικά, ωραία είναι η ζωή μου, αξιοθαύμαστα ωραία,

ενδέχεται όμως να έχουν και τη σημασία ενός εκφερόμενου σε αιτιατική ουσιαστικού ή απαρεμφάτου όπως στο παράδειγμα:

ΗΡΟΔ 7.6 ἀνέπεισε Ξέρξην ὥστε ποιέειν ταῦτα(= ἀνέπεισε Ξέρξην ποιεῖν, δηλαδή αιτιατική όπως στο: ἀνέπεισε Ξέρξην τοῦτο [= ουσιαστικοειδές δεικτικό] ὥστε ποιέειν ταῦτα) || έβαλε στο νου του Ξέρξη τούτο, να πραγματοποιήσει αυτή την επιχείρηση.

Σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο το ρητά διατυπωμένο ή απλώς υπονοούμενο δεικτικό της κύριας πρότασης (όπως παρατίθεται στις παρενθέσεις) μπορεί να διασαφηνίσει το είδος της δευτερεύουσας πρότασης, εάν δηλαδή αυτή έχει επιρρηματικό ή ονοματικό χαρακτήρα.

Ο τύπος του επιρρηματικού δεικτικού της κύριας πρότασης καθορίζει και το είδος της εξαρτημένης επιρρηματικής πρότασης: Όπως δηλαδή τα δεικτικά επιρρήματα (στα οποία συγκαταλέγονται και οι δεικτικές αντωνυμίες που συνοδεύονται από μια πρόθεση και χρησιμοποιούνται επιρρηματικά) προσδιορίζουν το κατηγόρημα ως προς τον τόπο (π.χ. ἐνταῦθα, ἐκεῖ), τον χρόνο (τότε), τον τρόπο (οὕτως), την αιτία (ἐκ τούτου, ἐπὶ τούτῳ) κ.λπ., έτσι ακριβώς χρησιμοποιούνται και οι εξαρτημένες επιρρηματικές προτάσεις.

§11.3. Οι υποτακτικοί σύνδεσμοι που εισάγουν τις εξαρτημένες επιρρηματικές προτάσεις προέρχονται συνήθως από παγιωμένες πτώσεις της αναφορικής αντωνυμίας. Παλαιοί παγιωμένοι πτωτικοί τύποι της αναφορικής αντωνυμίας είναι λ.χ. το ὅθεν, ὅθι. Πιο πρόσφατοι είναι οι πτωτικοί τύποι που συνοδεύονται από προθέσεις, όπως το ἐν ᾧ, και τα επιρρήματα. Η σημασία όλων αυτών των τύπων ήταν αρχικά τοπική ή χρονική, από τις οποίες προέκυψαν κατόπιν οι διάφορες τροπικές αποχρώσεις (αιτία, όρος, συμπέρασμα, αντίθεση κ.λπ.).

§11.4. Με την προέλευση των υποτακτικών συνδέσμων συνδέονται κατά κάποιον τρόπο και οι δυσχέρειες που παρουσιάζονται αφενός στη λογική σειρά πραγμάτευσης και αφετέρου στην ειδολογική ταξινόμηση των δευτερευουσών προτάσεων εν γένει και των εξαρτημένων επιρρηματικών προτάσεων ειδικότερα.

Επειδή οι περισσότεροι από τους συνδέσμους που εισάγουν τις εξαρτημένες προτάσεις προέρχονται από αναφορικούς τύπους (π.χ. το ὅτι, ὡς, ὅπως, ὥστε κ.λπ.), η πραγμάτευση των προτάσεων αυτών θα έπρεπε να αρχίζει από τις αναφορικές. Ωστόσο και οι ίδιες οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις υποδιαιρούνται σε ονοματικές και επιρρηματικές, οι οποίες όμως για να γίνουν κατανοητές προϋποθέτουν την γνώση εννοιών όπως "χρονικές", "αιτιολογικές", "τελικές", "συμπερασματικές", κ.λπ. Για τον λόγο αυτόν στα συντακτικά συνήθως προτάσσεται η πραγμάτευση των "ονοματικών" και "επιρρηματικών" εξαρτημένων προτάσεων και έπονται οι "αναφορικές" προτάσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που παρουσιάζονται στην ειδολογική ταξινόμηση των δευτερευουσών προτάσεων εν γένει και των εξαρτημένων επιρρηματικών προτάσεων ειδικότερα είναι οι"τοπικές" προτάσεις. Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται από τους θεωρητικούς εκείνες οι εξαρτημένες επιρρηματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με αναφορικά τοπικά επιρρήματα ή, καλύτερα, τοπικούς συνδέσμους (οὗ, ὅπῃ, ὅπου, ἔνθα, ἵνα, ὅθεν, ἔνθεν, οἷ, ὅποι κ.λπ.), και οι οποίες δηλώνουν, όπως τα τοπικά επιρρήματα, τις τρεις τοπικές σχέσεις: το "που", το "από που" και το "προς τα που". Τα αναφορικά τοπικά επιρρήματα της εξαρτημένης πρότασης ενδέχεται να ανταποκρίνονται σε δεικτικά τοπικά επιρρήματα της κύριας πρότασης (ἐνταῦθα, ἐκεῖ, ἐκεῖσε, ταύτῃ κ.λπ.).

Κατ' αναλογία προς τις εξαρτημένες επιρρηματικές χρονικές προτάσεις όπως π.x.:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.4.13 [Κῦρος] ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν πέντε ἀργυρίου μνᾶς, ἐπὴν εἰς Βαβυλῶνα ἥκωσι || ο Κύρος υποσχέθηκε ότι θα δώσει σε κάθε άνδρα το ποσόν των πέντε μνων όταν θα έχουν φθάσει στην Βαβυλώνα,

μπορεί σε περιπτώσεις όπως:

ΘΟΥΚ 2.11.9 ἕπεσθε, ὅπῃ ἄν τις ἡγῆται || ακολουθείτε όπου σας οδηγούν οι στρατηγοί.

να γίνει λόγος για "τοπικές" επιρρηματικές προτάσεις.

Εάν όμως στην κύρια πρόταση υπάρχει μια δεικτική έκφραση, η οποία διασαφηνίζεται ή επεξηγείται από την εξαρτημένη πρόταση, τότε η δευτερεύουσα αυτή πρόταση μπορεί να υπαχθεί και στις ονοματικές αναφορικές προτάσεις. Μια τέτοια αμφίσημη περίπτωση θα μπορούσε π.χ. να θεωρηθεί η εξής:

ΠΛ Απολ 28d οὗ ἄν τις ἑαυτὸν τάξῃ, ἐνταῦθα δεῖ μένοντα κινδυνεύειν || όπου [σε αυτό, στο οποίο] τάξει κανείς τον εαυτό του, εκεί πρέπει να μείνει και να κινδυνέψει.

Ενώ γνήσια αναφορική πρόταση, εφόσον στην κύρια πρόταση υπάρχει ένα συσχετικό ουσιαστικό, είναι η ακόλουθη:

ΞΕΝ ΚΑναβ 4.7.20 ἄξει αὐτοὺς εἰς χωρίον ὅθεν ὄψονται θάλατταν || θα τους οδηγήσει σε μέρος, από το οποίο θα ιδούν τη θάλασσα.

Οι εξαρτημένες "τοπικές" προτάσεις δεν διαφέρουν στη σύνταξή τους από τις αντίστοιχες χρονικές αφενός και αναφορικές αφετέρου. Έτσι από τη μια φαίνεται να ανήκουν στις επιρρηματικές προτάσεις, αφού περιέχουν έναν τοπικό επιρρηματικό προσδιορισμό. Από την άλλη όμως, και στο μέτρο που επεξηγούν έναν όρο της πρότασης από την οποίαν εξαρτώνται, οι εξαρτημένες "τοπικές" προτάσεις είναι ονοματικές προσδιοριστικές προτάσεις. Η αμφισημία αυτή είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλοί θεωρητικοί δεν τις πραγματεύονται ως αυτόνομη κατηγορία εξαρτημένων προτάσεων.

§11.5. Η διάταξη που ακολουθείται στα επόμενα έχει ως εξής: προτάσσονται οι χρονικές προτάσεις, οι οποίες είναι, μαζί με τις "τοπικές", οι αρχαιότερες εξαρτημένες επιρρηματικές προτάσεις. Ακολουθεί μια ομάδα επιρρηματικών προτάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν "αιτιώδεις" με την ευρεία έννοια καθώς περιλαμβάνουν όχι μόνο τις αιτιολογικές με τη στενή έννοια, αλλά και τις τελικές, αφού ο σκοπός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα "τελικό αίτιο", τις υποθετικές, οι οποίες έχουν να κάνουν με έναν λόγο και την ακολουθία του ή μια προϋπόθεση που λειτουργεί ως αιτία, όπως και τις εναντιωματικές ή παραχωρητικές που συγγενεύουν με τις υποθετικές και επομένως και με τις υπόλοιπες αιτιολογικές. Ακολουθούν οι συμπερασματικές που έχουν συγκριτικό και τροπικό χαρακτήρα. Την κατακλείδα αποτελούν οι αναφορικές προτάσεις, η οποίες αποτελούν μιαν αυτόνομη κατηγορία και γι' αυτό παρουσιάζονται σε μια ξεχωριστή ενότητα.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18