Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
Αποτελέσματα για: "Μ"
- μ (1)
- ΗΡΩΔ Μιμ 7.35 . . . . . τῷ] Κέρδωνι μὴ βίου ὄνησις, | μ[. . . . . . . . .]ων γίνοιτο καὶ χάριν πρός με
- μ᾽ (1259)
- ΑΙΣΧ Αγ 270 Ἀχαιῶν οὖσαν· ἦ τορῶς λέγω; | χαρά μ᾽ ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη. | εὖ γὰρ
- ΑΙΣΧ Αγ 546 λέγεις; | ὡς πόλλ᾽ ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός ‹μ᾽› ἀναστένειν. | πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ᾽
- ΑΙΣΧ Αγ 590 ἅλωσιν Ἰλίου τ᾽ ἀνάστασιν. | καί τίς μ᾽ ἐνίπτων εἶπε, «φρυκτωρῶν διὰ | πεισθεῖσα
- μά (455)
- ΑΙΣΧ Αγ 1432 καὶ τήνδ᾽ ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν· | μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην, | Ἄτην
- ΑΙΣΧΙΝ 3.182 Ἀλλ᾽ ἔγωγε μὰ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους οὐδ᾽ ἐν ταῖς αὐταῖς ἡμέραις ἄξιον
- ΑΙΣΧΙΝ 3.212 Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἡρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται, μὴ Δημοσθένης, ἀνὴρ
- μᾶ (8)
- ΑΙΣΧ Ικ 890 ὀτοτοτοτοῖ, | μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ, βοὰν | φοβερὸν ἀπότρεπε·
- ΑΙΣΧ Ικ 890 ὀτοτοτοτοῖ, | μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ, βοὰν | φοβερὸν ἀπότρεπε·
- ΑΙΣΧ Ικ 900 ὀτοτοτοτοῖ, | μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ βοὰν | φοβερὸν ἀπότρεπε,
- ΑΙΣΧ Ικ 900 ὀτοτοτοτοῖ, | μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ βοὰν | φοβερὸν ἀπότρεπε,
- ΗΡΩΔ Μιμ 1.85 . . . . . . . . . .] | ὃς σοῦ γένοιτο, μᾶ τέκνον, [. . . . . . . . . . . . .]
- ΗΡΩΔ Μιμ 4.33 τι μὴ λίθος, τοὔργον, | ἐρεῖς, λαλήσει. μᾶ, χρόνῳ κοτ᾽ ὥνθρωποι | κἠς τοὺς λίθους
- ΗΡΩΔ Μιμ 4.43 σοὶ λέγω, αὕτη, τῇ ὧδε χὦδε χασκεύσῃ; | —μᾶ, μή τιν᾽ ὤρην ὧν λέγω πεποίηται;
- ΘΕΟΚΡ Ειδ 15.89 ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα. | μᾶ, πόθεν ὥνθρωπος; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές;
- μα- (1)
- ΣΟΦ ΟΚ 707 χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα. | ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω μα- | τροπόλει τᾷδε κράτιστον,
- μαγάδι (1)
- ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.32 ὠμοβοείαις ῥυθμούς τε καὶ οἷον μαγάδι σαλπίζοντες.
- Μαγαρσίδι (1)
- ΑΡΡ Αναβ 2.5.9 ἐς Μάγαρσον ἧκεν καὶ τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Μαγαρσίδι ἔθυσεν. ἔνθεν δὲ ἐς Μαλλὸν ἀφίκετο
- Μάγαρσον (1)
- ΑΡΡ Αναβ 2.5.9 πεζοῖς καὶ τῇ ἴλῃ τῇ βασιλικῇ ἐς Μάγαρσον ἧκεν καὶ τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Μαγαρσίδι
- μαγγανεύουσα (1)
- ΛΟΥΚ ΔΚατ 21 ἐπὶ τοὺς ἀλλοτρίους ἐραστὰς μαγγανεύουσα.εἰ δέ τις ἐλεύθερος ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ
- μαγγανεύουσαν (1)
- ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 310 τὴν τὰ φάρμακ᾽ ἀνακυκῶσαν | καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους
- Μαγδώλῳ (1)
- ΗΡΟΔ 2.159.2 Συρίοισι πεζῇ ὁ Νεκῶς συμβαλὼν ἐν Μαγδώλῳ ἐνίκησε, μετὰ δὲ τὴν μάχην Κάδυτιν
- μαγείας (2)
- ΓΟΡΓ ΕλΕγκ 10 αὐτὴν γοητείᾳ. γοητείας δὲ καὶ μαγείας δισσαὶ τέχναι εὕρηνται, αἵ εἰσι ψυχῆς
- ΠΛΟΥΤ Αλεξ 2.6 ἀναπαυσόμενον, εἴτε δείσαντά τινας μαγείας ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ φάρμακα τῆς γυναικός,
- μάγειρ᾽ (1)
- ΜΕΝ Σαμ 283 μάγειρ᾽, ἐγώ, μὰ τοὺς θεούς, οὐκ οἶδα σὺ | ἐφ᾽ ὅ τι μαχαίρας περιφέρεις· ἱκανὸς
- μάγειρε (2)
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 1637 οἴκαδ᾽ αὖθις. ὀλίγον μοι μέλει. | μάγειρε, τὸ κατάχυσμα χρὴ ποεῖν γλυκύ. | ὦ
- ΜΕΝ Δυσκ 888 ο]ὔπω δυνησ[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]ι, μάγειρε. | Σίκων,
- μαγειρεῖα (1)
- ΘΕΟΦΡ Χαρ 6.9 ἡμέρας πράττεσθαι καὶ ἐφοδεύειν τὰ μαγειρεῖα,τὰ ἰχθυοπώλια, τὰ ταριχοπώλια, καὶ
- μαγειρεῖον (1)
- ΑΙΣΩΠ Μυθ 134.1 κύων εἴς τι μαγειρεῖον εἰσελθοῦσα τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου καρδίαν ἁρπάσασα
- μαγειρεύειν (1)
- ΘΕΟΦΡ Χαρ 6.5 ἀποδοκιμάσαι, ἀλλὰ κηρύττειν, μαγειρεύειν,κυβεύειν.
- μαγειρική (1)
- ΠΛ Πολ 332c Ἡ δὲ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα ὀφειλόμενον καὶ προσῆκον τέχνη μαγειρικὴ καλεῖται; | Ἡ
- μαγειρικοῖς (3)
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 216 προσποιοῦ | ὑπογλυκαίνων ῥηματίοις μαγειρικοῖς. | τὰ δ᾽ ἄλλα σοι πρόσεστι
- ΠΛΟΥΤ Ηθ 159d οὐδ᾽ ὄρεξιν ἐνδίδωσι, σκεύεσι δὲ μαγειρικοῖς,οἷα κοπίδες καὶ λέβητες, τὰ δὲ
- ΠΛΟΥΤ Ηθ 159d οὐδ᾽ ὄρεξιν ἐνδίδωσι, σκεύεσι δὲ μαγειρικοῖς,οἷα κοπίδες καὶ λέβητες, τὰ δὲ
- μαγειρικῶς (2)
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 1017 λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς | σφάξεις τὸν οἶν. ἀλλ᾽ οὐ θέμις. τιὴ τί
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 376 νὴ Δί᾽ ἐμβαλόντες αὐ- | τῷ πάτταλον μαγειρικῶς | εἰς τὸ στόμ᾽, εἶτα δ᾽ ἔνδοθεν