ΣΤ1. Μεταφράσεις (και Παραστάσεις)
1. Την πρώτη γνωστή μας νεοελληνική «παράφραση» -των Αχαρνέων από τον Ι. Ραπτάρχη (1856)- ακολούθησαν αξιόλογες μεταφράσεις της τριάδας Νεφέλες, Βάτραχοι, Πλούτος, έργα που κιόλας οι αλεξανδρινοί μελετητές τα είχαν ξεχωρίσει για τον φιλολογικό, αν όχι και διδακτικό, χαρακτήρα τους: ο Μ. Χουρμούζης μετάφρασε τον Πλούτο (1860), ο Γ. Σουρής τις Νεφέλες (1910), ο Π. Δημητρακόπουλος τους Βατράχους (1910). Oτελευταίος και ο Μ. Αυγέρης είχαν μεταφράσει ως το 1911 όλες τις αριστοφανικές κωμωδίες για τη γνωστή Βιβλιοθήκη Φέξη. Σωστές και πετυχημένες οι μεταφράσεις τους, έμμετρες, στη δημοτική, αλλά για τις αυστηρώς ακαταλλήλους δια Κυρίας Δεσποινίδας και ανηλίκους παραστάσεις τους οι θίασοι προτιμούσαν άλλες, λαϊκίστικες, όπου οι πονηροί υπαινιγμοί μετατρέπονταν σε ωμή κυριολεξία (Κ. Γεωργουσόπουλος).
2. Οι περισσότερες μεταφράσεις των αριστοφανικών έργων έγιναν για να παρασταθούν, άσχετο αν μερικές δεν είχαν ποτέ αυτήν την τύχη. Ελάχιστες είναι οι καθαρά φιλολογικές, πεζές μεταφράσεις, όπου το βάρος δόθηκε στην ορθότητα περισσότερο παρά στο κάλλος και τη φυσική ροή του νεοελληνικού λόγου. Σπάνια περίπτωση αποτελούν οι μεταφράσεις των Ιππέων (1987) και των Αχαρνέων (1998) από τον Η. Σπυρόπουλο, που χρησιμοποιήθηκαν, αν και φιλολογικές, σε παραστάσεις του Εθνικού και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
3. Σε σύγκριση με την Τραγωδία, η Κωμωδία άργησε ν᾽ αναβιώσει στις ελληνικές σκηνές. Μπορεί κιόλας στα 1868 να παίχτηκαν στο Ηρώδειο ο Πλούτος σε ανώνυμη μετάφραση και οι Νεφέλες στ᾽ αρχαία από φοιτητές· μπορεί ακόμα στα 1900 να παρουσιάστηκαν μ᾽ επιτυχία οι Βάτραχοι σε μετάφραση Γ. Σουρή και ν᾽ ακολούθησαν κάποιες αξιόλογες σκηνοθεσίες στο Βασιλικό Θέατρο, στη Νέα Σκηνή κ.α.· όμως στις περισσότερες παραστάσεις των έργων του Αριστοφάνη, ως και στα χρόνια του Μεσοπολέμου, πρόχειροι μεταφραστές και πρόχειροι ηθοποιοί βάζουν τα δυνατά τους για να εξαντλήσουν κάθε πορνογραφική δυνατότητα ψυχαγωγίας που προσφέρει -και τις περισσότερες φορές που δεν προσφέρει- το αριστοφανικό θέατρο (Σιδέρης).
4. Η Κωμωδία δεν αναγνωρίστηκε και δεν αξιώθηκε τη σωστή της θέση στις ελληνικές σκηνές παρά μόνο όταν πρώτος ο Κάρολος Κουν και στα χνάρια του ο Α. Σολομός άρχισαν να σκηνοθετούν το ένα μετά το άλλο τα αριστοφανικά έργα στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης, με μεγάλη πάντα επιτυχία. Δεν είναι σύμπτωση, όταν τα ίδια χρόνια άξιοι μεταφραστές σαν τον Θρ. Σταύρου, τον Κ. Βάρναλη, τον Ν. Σφυρόερα, τον Κ. Ταχτσή, τον Β. Ρώτα, τον Τ. Ρούσσο, τον Κ. Γεωργουσόπουλο κ.ά. μεταφράζουν τις κωμωδίες του Αριστοφάνη και του Μενάνδρου όσες μπορούν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να παρασταθούν: τους Επιτρέποντες, την Ασπίδα, τη Σαμία και τον Δύσκολο. Ας ξεχωρίσουμε τον Θρ. Σταύρου (1886-1979) για την υψηλή ποιότητα των μεταφράσεών του και γιατί ευτύχησε να μεταφράσει όχι μόνο και τις έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη, αλλά και το Δύσκολο και τ᾽ αποσπασματικά έργα του Μενάνδρου. Δική του ήταν η μετάφραση, όταν το 1960 στην Επίδαυρο ο Δύσκολος παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα.
5. Κάθε νεοελληνική απόδοση αρχαίου κειμένου είναι δύσκολη, ιδιαίτερα όταν το κείμενο είναι θεατρικό και η μετάφραση προορίζεται ν᾽ απαγγελθεί στη σκηνή και ν᾽ ακουστεί ως ζωντανός λόγος. Στην περίπτωση της Κωμωδίας οι μεταφραστές συναντούν πρόσθετες δυσκολίες: τα συχνά λογοπαίγνια, που δε μεταφράζονται, και τις πάμπολλες αναφορές και υπαινιγμούς σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις γνωστές στους θεατές της παλιάς εποχής, όχι όμως και στα σύγχρονα ακροατήρια. Στις περιπτώσεις αυτές ο μεταφραστής έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: ν᾽ αντικαταστήσει τα παλιά στοιχεία με άλλα νεότερα, ή να προσπαθήσει να κατατοπίσει τους ακροατές εισάγοντας δικές του ερμηνευτικές παρεμβάσεις στο κείμενο, όπως τύχαινε να κάνουν και οι κωμωδιογράφοι - ο Αριστοφάνης, παράδειγμα, στους Όρνιθες, όταν μνημονεύοντας ένα άσημο πρόσωπο φρόντισε και να το συστήσει στο ακροατήριο: Ἦ δεινὰ νὼ δέδρακεν οὑκ τῶν ὀρνέων, / ὁ πινακοπώλης Φιλοκράτης μελαγχολῶν, ὃς … (13κ.).
6. Ξεχωριστές δυσκολίες παρουσιάζουν πάντα οι έμμετρες μεταφράσεις, όπου η αρχαία προσωδία πρέπει, ως ποιητική βάση, ν᾽ αντικατασταθεί από τον δυναμικό τονισμό. Ευτυχώς η γλώσσα μας έχει τη δυνατότητα ν᾽ αντιστοιχήσει τους προσωδιακούς με τους τονικούς ρυθμούς, και επιτρέπει στους μεταφραστές ν᾽ αποδίδουν άνετα τα ιαμβικά, τροχαϊκά, αναπαιστικά και δακτυλικά μέτρα με τα νεοελληνικά τους αντίστοιχα. Στιχουργικό πρόβλημα αποτελεί έτσι μόνο η απόδοση των λυρικών, όπου η αντικατάσταση των μακρών με τονισμένες και των βραχύχρονων με άτονες συλλαβές είναι άγονη και παραπλανητική. Έτσι, στα λυρικά μέρη οι μεταφραστές έχουν κάθε δικαίωμα να κινηθούν αδέσμευτοι, να συνθέσουν δικά τους μέτρα και ρυθμούς, δικούς τους ελεύθερους στίχους - και το κάνουν. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής που το 1860 δημοσίεψε Μεταφράσεις ελληνικών δραμάτων: Σοφοκλέους Αντιγόνη, Αριστοφάνους Νεφέλαι, Ειρήνη, Όρνιθες, όλα σε καθαρεύουσα, έχοντας αυτοδεσμευτεί να διατηρήσει στη μετάφραση τα μέτρα του πρωτοτύπου, όχι μόνο στα διαλογικά αλλά και στα λυρικά μέρη!
7. Στον αιώνα μας έρχονται καλοκαίρια όπου οι κωμωδίες του Αριστοφάνη παρουσιάζονται σχεδόν όλες· όμως οι μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν λείψει. Έχοντας σκηνοθετήσει και τις έντεκα αριστοφανικές κωμωδίες στο Εθνικό, με ηθοποιούς σαν τον Χ. Νέζερ και τη Μ. Αρώνη, ο Α. Σολομός στον αποχαιρετιστήριο λόγο του είπε: … διαστρεβλώνοντας τα αριστοφανικά έργα με δικές μας προσθήκες και φαντασιώσεις, άσχετες με την πρόθεση του κωμωδιογράφου, εξαφανίζουμε τον λυρικό ποιητή, τον σατιρικό αγωνιστή, τον πολιτικό φιλόσοφο και τον υπέροχο θεατρικό οραματιστή […] Είμαι σίγουρος πως οι νεότερες γενιές των θεατρικών δημιουργών θα φροντίσουν να μη συμβεί ποτέ αυτό. Μεγάλο κρίμα που οι νεότεροι τόσο οι σκηνοθέτες όσο και οι μεταφραστές σχεδόν όλοι προτίμησαν και προτιμούν να τον διαψεύδουν.
8. Για τις μεταφράσεις των κωμωδιών και τις δυσκολίες τους, βλ. Γ. Σηφάκης, Προβλήματα μετάφρασης του Αριστοφάνη, Αθήνα: Στιγμή 1985 και Τ. Καραγεωργίου, Οι νεοελληνικές μεταφράσεις του Αριστοφάνη, δ.δ. Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κρήτης, Ρέθυμνο 1998· πβ. της ίδιας «Νεοελληνικές μεταφράσεις του Αριστοφάνη», στον τόμο Αττική Κωμωδία. Πρόσωπα και Προσεγγίσεις, Αθήνα: Gutenberg 2011, σ. 814-859. Κατάλογο των μεταφράσεων από τις αρχές ως και το 1979 προσφέρει το πολύτιμο έργο των Γ. Οικονόμου και Γ. Αγγελινάρα, Βιβλιογραφία των εμμέτρων νεοελληνικών μεταφράσεων της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως, Βιβλιοθήκη Σαριπόλου 36, Αθήνα 1979, σ. 401-496. Για τις παραστάσεις αναντικατάστατο είναι το βιβλίο του Γ. Σιδέρη, Το αρχαίο θέατρο στη νέα ελληνική σκηνή (1817-1932), Αθήνα: Ίκαρος 1976· βλ. και Ν. Χουρμουζιάδης, «Η περιπέτεια του Αριστοφάνη στη νεοελληνική σκηνή …», στον τόμο Ο Αριστοφάνης και η αρχαία κωμωδία, Π.Ε.Φ. Σεμινάριο 33, Αθήνα: Μεταίχμιο 1990, σ. 117-127.