Ε3. Λαϊκός χαρακτήρας
1. Τα χοντρά χωρατά και τα τσουχτερά πειράγματα, τα σεξουαλικά ανοιχτόλογα, οι άσεμνες κινήσεις και τα καραγκιοζλίκια των μεθυσμένων, ο κῶμος κ.τ.ό. ανήκουν στις λατρευτικές και γονιμικές καταβολές της Κωμωδίας, αποτελούν μέρος της ουσίας της, και φυσικά διατηρήθηκαν και μετά την επίσημη αναγνώριση και μετατροπή της σε λογοτεχνικό είδος. Η Αρχαία Κωμωδία είναι διάσπαρτη από τέτοια στοιχεία, και οι ποιητές της, ακόμα και αν ισχυρίστηκαν το αντίθετο -όπως ο Αριστοφάνης (Ειρ. 739κκ. κ.α.)-, ούτε θέλησαν, ούτε μπόρεσαν να τ᾽ αποφύγουν. Γιατί να το κάνουν, άλλωστε, όταν αυτά ακριβώς τα στοιχεία ήταν βέβαιο πως θα προκαλούσαν το γέλιο του μεγάλου κοινού, και όταν η Κωμωδία ἔχει … μητέρα τὸν γέλωτα (Ανων. π. Κωμωδίας 10d).
2. Λαϊκή ήταν φυσικά και η γλώσσα της Κωμωδίας. Δεν ήταν σπάνιο στις κωμωδίες κάποιοι βάρβαροι να μιλούν παραφθαρμένα ελληνικά, ή μερικά πρόσωπα να μιλούν τη διάλεκτο του τόπου τους. Ακόμα, οι κωμωδιογράφοι τύχαινε συχνά να παρωδήσουν τόσο την επίσημη γλώσσα της διοίκησης και των νόμων, όσο και την ποιητική γλώσσα του έπους, των λυρικών, της Τραγωδίας πάνω απ᾽ όλα! Όμως το κύριο σώμα κάθε κωμωδίας, οι μονόλογοι και οι διάλογοι, ήταν γραμμένοι στη γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς, που όλοι, θεοί και άνθρωποι, ελεύθεροι και δούλοι παρουσιάζονταν να τη μιλούν ασκόνταφτα. Γι᾽ αυτό ο Αριστοφάνης αποτέλεσε αργότερα κανόνα για τους Αττικιστές, που το ιδανικό τους ήταν να μιλήσουν και να γράψουν σε ολοκάθαρη αττική διάλεκτο. Εξαίρεση αποτελούν, όπως και θα το περιμέναμε, ορισμένα χορικά τραγούδια, που η λυρική τους φύση απαιτούσε περισσότερο ή λιγότερο υψηλό ποιητικό λεξιλόγιο και ύφος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν γραμμένα σε γλώσσα δωρίζουσα, όπως στην Τραγωδία.
3. Πέρα από τη γλώσσα, ο χαρακτήρας της Κωμωδίας φανερώνεται και όταν συναντούμε λαϊκους αφηγηματικούς τρόπους, παροιμιακές εκφράσεις, λαϊκές δοξασίες, διηγήσεις, εθιμικά τραγούδια - όλα, είτε αυτούσια είτε προσαρμοσμένα στο σατιρικό περιβάλλον του έργου. Αναζητώντας ενδεικτικά παραδείγματα στους Όρνιθες, δε θα απορήσουμε όταν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τα περισσότερα συνδέονται με το Χορό ή με τον κάπως αφελή λαϊκό τύπο του Ευελπίδη.
4. Στον στ. 54, όταν ο Πεισθέταιρος συστήνει στον Ευελπίδη να χτυπήσει την πέτρα με το πόδι του, για να φανερωθεί ο Έποπας, ο αρχαίος σχολιαστής συσχετίζει την εντολή με την παιδική δοξασία, ότι αν χτυπήσεις το πόδι σου στην πέτρα, θα πέσουν τα πουλιά. Στον στ. 224, ο θαυμασμός του Ευελπίδη εκφράζεται λαϊκά, όταν λέει ότι ο Έποπας με το τραγούδι του κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην: γέμισε τον τόπο μέλι! Στον στ. 326, η έκφραση Εἰ παρ᾽ ὑμῖν εἴμ᾽ ἐγώ αντιστοιχεί ως λαϊκή καταφατική απάντηση στο σημερινό όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Στους στ. 494κκ., ο Ευελπίδης, στο ρόλο του βωμολόχου, διηγείται μιαν ιστορία -πώς παρεξήγησε το νυχτερινό λάλημα του πετεινού, πώς βγήκε πάρωρα στο δρόμο, πώς τον χτύπησαν και τού ᾽κλεψαν το ρούχο-, όπου το κεντρικό θέμα, το λάθος με τον πετεινό, αποτελεί ως και σήμερα κοινό τόπο σε λαϊκές διηγήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο λαϊκός χαρακτήρας φανερώνεται και στο ύφος της αφήγησης, όπου αφθονούν οι παρατακτικές συνδέσεις. Στους στ. 680-82 της Παράβασης, ο Χορός χαιρετίζει την Αηδόνα παραλλάζοντας το λαϊκό εθιμικό τραγούδι του αρχαίου χελιδονίσματος: ἦλθες ἦλθες … φέρουσα· πβ. το νεοελληνικό ήρθε ήρθε χελιδόνα… Στον στ. 733 (πβ. 1673), το γάλα τ᾽ ὀρνίθων που τα πουλιά υπόσχονται να δώσουν στους ανθρώπους αποτελεί σατιρική κυριολεξία της ως σήμερα γνωστής παροιμιακής έκφρασης και του πουλιού το γάλα! Στους στ. 1136-57, τα πουλιά που συνεργάζονται, καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, για να στηθεί το τείχος, είναι θέμα παραμυθιακό, που παραλλαγές του συναντούμε στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια τού τύπου τα χελιδόνια κουβαλούν, τα περιστέρια χτίζουν … (Ήπειρος).
5. Όχι μόνο οι Όρνιθες, αλλά και πολλές ακόμα αριστοφανικές κωμωδίες ακολουθούν ένα γενικό σχήμα πολύ παρόμοιο με το σχήμα που βλέπουμε ν᾽ ακολουθούν και τα περισσότερα έργα του Καραγκιόζη. Συγκεκριμένα:
· (α) Η κωμωδία χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο όπου προετοιμάζεται μία κωμική κατάσταση, και στο δεύτερο, όπου η κωμική κατάσταση χρησιμεύει ως πλαίσιο για τα επεισόδια που οδηγούν στη λύση. Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος μεσολαβούν στην Αρχαία Κωμωδία η Παράβαση, στον Καραγκιόζη το διάλειμμα.
· (β) Στο πρώτο μέρος, στην προετοιμασία της κωμικής κατάστασης μετέχουν μια σειρά από μεσολαβητές, π.χ. στους Όρνιθες ο δούλος του Έποπα και ο Έποπας, στον Καραγκιόζη ένας μπέης, π.χ. ο Ταχήρ, και ο Χατζηαβάτης. Στο δεύτερο μέρος, μια σειρά από επισκέπτες έρχονται να συναντήσουν τον πρωταγωνιστή, να του ζητήσουν κάτι, και αυτός πότε τους υποδέχεται φιλικά, πότε τους λοιδορεί και τους ξυλοφορτώνει. Στην Κωμωδία είναι οι απρόσκλητοι επισκέπτες, στον Καραγκιόζη η τυπική ακολουθία: Νιόνιος, Σταύρακας, Μορφονιός, … κλπ.
· (γ) Στις κωμωδίες η Έξοδος και στον Καραγκιόζη το τέλος κάθε παράστασης κατέχονται από εξαιρετικά κινημένες σκηνές, όπου είτε γάμος γίνεται, όπως συχνά στην Κωμωδία, είτε ξύλο πέφτει, όπως συχνά στον Καραγκιόζη, η φασαρία, οι φωνές, τα τραγούδια και τα όργανα, αυλοί ή κλαπαδόρες, συνεργάζονται για να ολοκληρωθεί ένα εντυπωσιακό, θεαματικό, σχεδόν οργιαστικό φινάλε.
Οι παραπάνω σημαντικές ομοιότητες, που δεν οφείλονται σε αντιγραφή, αλλά ανάγονται στο διαχρονικό ανθρωπολογικό γενικό σχήμα της λαϊκής κωμωδίας, δεν είναι λόγος να ξεχάσουμε τις εξίσου σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο θεατρικά είδη, με πρώτη και κυριότερη διαφορά, το ότι ο Καραγκιόζης δεν έχει Χορό!
6. Κιόλας στη Μέση Κωμωδία, και πολύ περισσότερο στη Νέα, τα αρχετυπικά λαϊκά στοιχεία επιβιώνουν ως λαϊκότροπα· τα χοντρά χωρατά, οι προσωπικές επιθέσεις, τα τολμηρά λόγια και χειρονομίες, χάνουν την οξύτητά τους, σπανίζουν και τείνουν να εξαφανιστούν. Ωστόσο, ο λαϊκός χαρακτήρας της Κωμωδίας δε χάνεται: η γλώσσα εξακολουθεί να ταυτίζεται με την καθημερινή ομιλία των Αθηναίων, και τη θέση των σημαδιακών επώνυμων κωμωδουμένων της Αρχαίας Κωμωδίας έρχονται να την πάρουν, στο πλαίσιο της γενικότερης τυποποίησης, παράσιτοι, εταίρες, μάγειροι, γιατροί, γερο-παράξενοι, νεαροί ερωτευμένοι κτό.
7. Ο λαϊκός χαρακτήρας της Κωμωδίας γενικά, ιδιαίτερα της Αρχαίας αποτελεί στη βιβλιογραφία κοινό τόπο· βλ. ιδιαίτερα: C.T. Murphy, «Popular Comedy in Aristophanes», AJP 93 (1972) 170-189, και για το συσχετισμό με τον Καραγκιόζη: το παράρτημα «Karaghiozes and aristophanic comedy» στο C.H. Whitman, Aristophanes and the Comic Hero, Martin Classical Lectures xix, Harvard 1964, σ.281-293, Ph.J. Kakridis, «Karaghiozis und Aristophanes», Hellenika 9 (1972) 18-20, Γ. Σηφάκης, Η παραδοσιακή δραματουργία του Καραγκιόζη, Αθήνα: Στιγμή 1984.