Εξώφυλλο

Ανθολογία Επιγραφών

Όψεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων

του Άγγελου Π. Ματθαίου

9. Επιγραφικό χάραγμα στον πάτο μιας ερυθρόμορφης κύλικος.

Από την Ξάνθο της Λυκίας.

Έκδ. H. Metzger, Fouilles de Xanthos, IV, Paris 1972, 166-170. P. A. Hansen, Carmina epigraphica Graeca saec. viii-v a. Chr. n., Berlin 1983, 465.

Περί το 470 π.Χ.

Κιμμέριός με ἔκλεψεν. ἔπειτ᾽ ἔκπινε μ᾽ ἄμυστιν.

Ο Κιμμέριος μʼ έκλεψε και έπειτα μʼ άδειασε μονορούφι.

 

ἄμυστις, -ιος (και -ιδος) = η αθρόα πόσις, πολυποσία. Η λέξη εδήλωνε και ένα είδος μεγάλου ποτηριού πόσεως των Θρακών.

Στην καταληκτήρια σκηνή των Αχαρνέων του Αριστοφάνους, ενώ ο στρατηγός Λάμαχος διεκτραγωδεί τα πάθη του στον πόλεμο, ο πρωταγωνιστής Δικαιόπολις απολαμβάνοντας την ειρήνη που έκλεισε με τους Λακεδαιμονίους πανηγυρίζει την καλοπέρασή του· μεταξύ των άλλων απολαύσεων κατέβαζε και τις κούπες το κρασί μονορούφι (στ. 1229):

Καὶ πρός γʼ ἄκρατον ἐγχέας ἄμυστιν ἐξέλαψα.

[(Μετ.) Γέμισα το ποτήρι μου μʼ ανέρωτο κρασί και το άδειασα μια και κάτω.]

Και σε ένα απόσπασμα του Αμειψίου, κωμικού του 5ου/4ου αι. π.Χ., [fr. 1 (Kock, Comicorum Atticorum Fragmenta, II, 2)], που αναφέρεται πιθανότατα σε κάποιο συμπόσιο, ένας από τους συμμετέχοντες παραγγέλλει:

αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε.

[(Μετ.) Εσύ παίζε τον αυλό, και συ πιάσε την κούπα.]