Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Όψεις της γλώσσας 

Α.-Φ. Χριστίδης 

H περιγραφή, ωστόσο, της πορείας του παιδιού προς την κατάκτηση της συμβολικής σήμανσης δεν μπορεί να είναι πλήρης, αν δεν συνδεθεί με μια σειρά από άλλα συμβάντα με τα οποία συγχρονίζεται. Kαι ο συγχρονισμός αυτός δεν φαίνεται να είναι τυχαίος.

[….]

Από το εξελικτικό «χρονολόγιο» του Kagan για το δεύτερο έτος της ηλικίας (και ειδικότερα για το κρίσιμο, ως προς την ανάπτυξη της γλώσσας, δεύτερο μισό του) αξίζει να επισημανθεί η αυξανόμενη αίσθηση της κανονικότητας και της ευταξίας που αναπτύσσει το παιδί. Αυτή η διάσταση της ανάπτυξης του παιδιού δεν μπορεί παρά να συνδέεται -να διαπλέκεται- με την πορεία του από τη δεικτική, μεταβαλλόμενη προ-γλωσσική/ πρωτο-γλωσσική σήμανση στον σταθερό, «εύτακτο» κόσμο της συμβολικής σήμανσης, της γενίκευσης και της αφαίρεσης, της πρότασης. […]

Επιπλέον, υπάρχει μια όψη της κανονικότητας, που επισημαίνεται από τον Kagan, η οποία, αν και φαινομενικά δευτερεύουσα, έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σύνδεση της οντογένεσης της γλώσσας -ειδικά, στην κρίσιμη χρονική φάση που μας απασχολεί- με την ψυχογένεση, τη διαμόρφωση του ανθρώπινου ψυχισμού ως συνάρτηση της «εισόδου» στη συμβολική γλώσσα. Εννοώ τη βαθμιαία «ευταξία» που αναπτύσσει το μικρό παιδί της φάσης αυτής εν σχέσει με τις αφοδευτικές του δραστηριότητες -τον έλεγχο (με την «εκπαιδευτική» παρέμβαση των ενηλίκων) των σφιγκτήρων του.

Τί σημαίνει αυτός ο συγκεκριμένος συγχρονισμός μεταξύ καταστολής των αυθόρμητων αφοδευτικών δραστηριοτήτων και της ανάδυσης της συμβολικής, προτασιακής γλώσσας; Όπως το έχουμε ήδη επισημάνει, η αφόδευση για το μικρό παιδί, αλλά και για τον ενήλικα σε οριακές καταστάσεις, είναι ένας από τους τρόπους σήμανσης -άμεσης, δεικτικής σήμανσης- συγκινήσεων, χαράς, φόβου λ.χ. H -συγκριτικά- «ψυχρή», αφαιρετική και γενικευτική σήμανση της εμπειρίας μοιάζει να προϋποθέτει την καταστολή της «θερμής», άμεσης, αδιαμεσολάβητης, δεικτικής σήμανσης. Kαι η αφόδευση, όπως και η φωνή, είναι μια μορφή δεικτικής σήμανσης. H καταστολή, με τον έλεγχο των σφιγκτήρων, αυτού του -δεικτικού- τρόπου σήμανσης της εμπειρίας συγχρονίζεται με τη διάνοιξη ενός άλλου «υπόγειου διαύλου» επικοινωνίας νου και σώματος, τη γλώσσα: «…το παιδί αποκτά την ικανότητα του λόγου και έτσι ένας δίαυλος εξωτερίκευσης … αποκτά τεράστια σημασία. Πρώτα από όλα η εκφόρτιση της συναισθηματικής έντασης, όταν δεν είναι δυνατόν πλέον να ανακουφιστεί με τη φυσική εκκένωση, υλοποιείται μέσω του λόγου. H δραστηριότητα της ομιλίας αντικαθιστά τη φυσική δραστηριότητα άλλων εξόδων του σώματος, όπου έχουν επιβληθεί περιορισμοί. Οι λέξεις υποκαθιστούν τις σωματικές ουσίες. H ομιλία γίνεται τρόπος έκφρασης, εκφόρτισης ιδεών» (Sharpe 1950, 157· βλ. και Mehler, Argentieri & Canestri 1994, 250). H γλώσσα λειτουργεί ως μεταφορά της ανεσταλμένης σωματικής (δηλαδή δεικτικής) έκφρασης. Kαι η «αναστολή» (ή καταστολή) της άμεσης, δεικτικής σήμανσης, ως προϋπόθεση για τη γέννηση της συμβολικής γλώσσας, εξηγεί γιατί η τελευταία λειτουργεί ως «επιβραδυμένη πράξη», όπως θα έλεγε ο Freud, ως σήμανση που δεν κινητοποιείται από το σχήμα Ερέθισμα-Αντίδραση. […].

Αλλά στο διάστημα μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους το μικρό παιδί κατακτά και μια άλλη ικανότητα, που δεν είναι χωρίς συνέπειες για τη σχέση του με τον κόσμο: τη βάδιση. […] Όπως σημειώνουν οι Mehler, Argentieri & Canestri (1994, 133), η εκμάθηση της βάδισης -και η σύμπτωσή της με την είσοδο στον λόγο- δημιουργεί τους όρους για μια τοπολογική οργάνωση του χωρισμού από το «πρωτογενές αντικείμενο», τη μάνα: τον πειραματισμό της απομάκρυνσης και τη δυνατότητα της λεκτικής επανένωσης με το απομακρυσμένο αντικείμενο (βλ. και Kagan 1981, 8· Lacan 1998, 330).

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20