Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Όψεις της γλώσσας 

Α.-Φ. Χριστίδης 

Το παρόν κείμενο έχει συντεθεί με βάση τα εξής κείμενα του Α.-Φ. Χριστίδη: α. Η φύση της γλώσσας στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα (2001, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]∙ β. Λέξη και κείμενο στο Όψεις της γλώσσας (2002, Αθήνα: Νήσος)∙ γ. Η φύση της γλώσσας: Γλώσσα και ιστορία στον Εγκυκλοπαιδικό Οδηγό για τη γλώσσα (2001β, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας).

1. Φωνή και λόγος

O καλύτερος ίσως τρόπος να συνειδητοποιήσει κανείς την ιδιαιτερότητα -ακριβέστερα, τη μοναδικότητα- της ανθρώπινης γλώσσας είναι η σύγκριση ανάμεσα σε μια κραυγή -την κραυγή του πόνου λ.χ.- και στη λέξη που εκφράζει το σχετικό συναίσθημα -τη λέξη πόνος. Μέσα από τη σύγκριση αυτή προκύπτει δραματικά η διαφορά μεταξύ φωνής και λόγου. H κραυγή του πόνου αποτελεί μια άμεση αντίδραση σε ένα ερέθισμα: προκύπτει σε άμεση συνάρτηση με το αίσθημα του πόνου· είναι μέρος της εμπειρίας του πόνου. H λέξη πόνος αντίθετα δεν προϋποθέτει το άμεσο βίωμα. Μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και όταν δεν πονάμε. Αυτή η καταστατική διαφορά περιγράφει την ποιοτική τομή μεταξύ συστημάτων σήμανσης -πρωτογενών συστημάτων σήμανσης, κατά την ορολογία του Pavlov-, που λειτουργούν στη βάση του σχήματος Ερέθισμα-Αντίδραση (και τέτοια είναι όλα τα συστήματα σήμανσης στο ζωικό βασίλειο, αλλά και ο συγγενικός χώρος της «φωνής» στον άνθρωπο), και του ανθρώπινου λόγου, του μοναδικού δευτερογενούς συστήματος σήμανσης, το οποίο βασίζεται στην υπέρβαση αυτής της αρχέγονης, πρωτογενούς σήμανσης.

H τομή μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς σήμανσης, μεταξύ φωνής και λόγου, ορίζει το «άλμα» από τον χώρο της ζωικής αναγκαιότητας στον -αποκλειστικά ανθρώπινο- χώρο της ελευθερίας. H πρωτογενής σήμανση -η φωνή-, καθηλωμένη στην άμεση, συγκεκριμένη εμπειρία, παραχωρεί (χωρίς να εξαφανίζεται) τη θέση της ως κυρίαρχου εργαλείου της σύνδεσης με τον κόσμο στη δευτερογενή σήμανση, τον λόγο, που λειτουργεί «ελεύθερα», απαλλαγμένος από τα δεσμά του άμεσου βιώματος.

Αλλά πώς υλοποιείται αυτό το εκρηκτικό, απελευθερωτικό «άλμα»; Το «υλικό» τόσο της φωνής (στην κραυγή του πόνου λ.χ.) όσο και του λόγου (στη λέξη πόνος λ.χ.) είναι το ίδιο - και σε αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Τί είναι αυτό που κάνει τη λέξη πόνος λόγο σε αντίστιξη με την κραυγή του πόνου, που παραμένει ζωική φωνή;

H κραυγή είναι ένα φυσικό σημείο […] ή, ακριβέστερα, ένας δείκτης. Γι' αυτό το είδος σημείου θα πρέπει να εισαγάγουμε στη συζήτηση την ανάλυση του αμερικανού φιλοσόφου Ch. S. Peirce, που εξακολουθεί να αποτελεί την πληρέστερη και βαθύτερη προσέγγιση στη φαινομενολογία της σημείωσης.

Kατά τον Peirce (1978, 139 κ.ε.) η διαδικασία της σημείωσης υλοποιείται με σημεία τριών ειδών: α. εικόνες· β. δείκτες· γ. σύμβολα. H εικόνα είναι ένα σημείο το οποίο συνδέεται με αυτό στο οποίο αναφέρεται -το αντικείμενο αναφοράς του- μέσω της φυσικής ομοιότητας: το σχέδιο μιας φλόγας είναι εικόνα της φλόγας, στον βαθμό που διατηρεί κάποιες από τις ιδιότητες της πραγματικής φλόγας. O δείκτης είναι ένα σημείο που συνδέεται με το αντικείμενο ή το συμβάν στο οποίο αναφέρεται μέσω της φυσικής συμμετοχής του σε αυτό. Έτσι ο καπνός είναι δείκτης της φωτιάς: συμμετέχει στο συμβάν της φωτιάς, αποτελεί μέρος του. Αντίστοιχα, η κραυγή του πόνου είναι δείκτης της βιούμενης οδυνηρής εμπειρίας, με την έννοια ότι αποτελεί μέρος της εμπειρίας αυτής. Είναι, όπως ήδη σημειώσαμε, αντίδραση σε ένα ερέθισμα.

[…]

Αν η κραυγή του πόνου -η φωνή- είναι ένας δείκτης, άμορφος και άσημος ('χωρίς σημασία', κατά την αρχαία διατύπωση), που δείχνει μια αντίδραση σε ένα άμεσο βίωμα πόνου, η λέξη πόνος -ο λόγος- είναι ο «αντίλογος» σε αυτή τη «θερμή», ολιστική, δεικτική σήμανση της εμπειρίας. Είναι ένα σύμβολο, κατά την ορολογία του Peirce. Σε αντίθεση με την κραυγή σημαίνει αναλυτικά και όχι ολιστικά, και γι' αυτό το περιεχόμενό του είναι μορφοποιημένο. Δεν αποτελεί αντίδραση σε ένα ερέθισμα αλλά μια ελεύθερη από τα δεσμά της άμεσης εμπειρίας παράσταση ή έννοια. Στη «θερμή» δεικτική σήμανση της εμπειρίας με τα ολιστικά, άμορφα, διάχυτα μορφώματά της αντιπαρατίθεται η «ψυχρή», συμβολική σήμανση που σημαίνει μέσω παραστάσεων ή εννοιών. Kαι αυτή ακριβώς η αντίστιξη συνιστά το «άλμα» από τον χώρο της πρωτογενούς, δεικτικής αναγκαιότητας στον χώρο της δευτερογενούς, παραστατικής/ συμβολικής ελευθερίας, από την πρωτογενή θέρμη του δείκτη στο δευτερογενές φως του συμβόλου […][1].

2. Το σύμβολο

Αλλά τί σημαίνει σύμβολο, παράσταση, έννοια; Σημαίνει αφαίρεση και γενίκευση, [1α] επιλεκτική, αφαιρετική επεξεργασία της εμπειρίας που οδηγεί σε γενικεύσεις, σε κατηγορίες. […] Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη πόνος στην πρόταση Αισθάνομαι έναν πόνο δεν αναφέρομαι στο βίωμα του πόνου άμεσα αλλά μέσω μιας γενίκευσης. Aυτό που λέω είναι ότι αισθάνομαι μια συγκεκριμένη εκδοχή του είδους βιώματος που ονομάζεται πόνος. Αναφέρομαι στο συγκεκριμένο αφαιρετικά. Αυτή είναι η καταστατική διαφορά ανάμεσα στην κραυγή -τον δείκτη- του πόνου και στη λέξη πόνος. Στην περίπτωση της λέξης η αναφορά στο βίωμα είναι έμμεση, μεσολαβημένη από τη γενίκευση και την αφαίρεση. Στην περίπτωση της κραυγής -του δείκτη- απουσιάζει η γενίκευση και η αφαίρεση. Πρόκειται για μια άμεση αντίδραση σε ένα ερέθισμα. Το «άλμα» από την πρωτογενή στη δευτερογενή σήμανση της εμπειρίας -από τον δείκτη στο σύμβολο- ισοδυναμεί με το «άλμα» από την άμεση, αδιαμεσολάβητη σήμανση της εμπειρίας στην έμμεση, διαμεσολαβημένη σήμανση. Αυτή ακριβώς η διαφορά μάς επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη πόνος και χωρίς το αίσθημα του πόνου.[…]

O γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της ανθρώπινης γλώσσας εξηγεί γιατί η μορφική συγκρότηση των λέξεων -των γλωσσικών σημείων- δεν υπαγορεύεται από αυτό το οποίο σημαίνουν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της φωνής ή, γενικότερα, των πρωτογενών συστημάτων σήμανσης. Aυτό που σημαίνουν -το νόημά τους- είναι μια γενικευτική και αφαιρετική ανάκλαση της εμπειρίας και όχι μια άμεση, βιωματική σήμανσή της, με τη μορφή αντίδρασης σε ερέθισμα. Γι' αυτό και οι γλωσσικές μορφές με τις οποίες εκφράζονται τα νοήματα -τα σημαίνοντα με τα οποία εκφράζονται τα σημαινόμενα κατά τη νεότερη ορολογία- έχουν συμβατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν «κινητοποιούνται», δεν καθορίζονται από τα νοήματα που εκφράζουν. Έτσι εξηγείται η ποικιλία των γλωσσικών μορφών για το ίδιο, βασικά, νόημα: αδελφή, sister, sœur κλπ. Αυτή είναι η περίφημη αρχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, [ 1] που συνδέεται με το όνομα του ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας, του ελβετού F. de Saussure. Kαι το «κλειδί» για την κατανόηση αυτής της δομικής αρχής της γλώσσας είναι η συγκρότησή της στη βάση γενικεύσεων και αφαιρέσεων, στη βάση δηλαδή νοημάτων. Αλλά ο γενικευτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας της γλώσσας εξηγεί και μια άλλη -συγγενή προς την «αυθαιρεσία»- δομική αρχή της, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί: το γεγονός ότι οι γλωσσικές μορφές δεν έχουν ολιστικό αλλά αναλυτικό χαρακτήρα. H κραυγή του πόνου (ή το επιφώνημα του πόνου), όπως έχουμε ήδη επισημάνει, έχει ολιστικό χαρακτήρα με την έννοια ότι σημαίνει «ολόκληρη» -εν είδει αντίδρασης σε ερέθισμα- τη βίωση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας πόνου. H λέξη πόνος, αντίθετα, αναλύεται σε ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα, τα φωνήματα, οι οποίες σε άλλους συνδυασμούς μπορούν να εκφράσουν άλλα νοήματα, π.χ. πόνος, νωπός (οι ίδιες μονάδες ήχου, αν εξαιρέσουμε τον τόνο) ή πόνος/ τόνος, όπου η εναλλαγή π/τ δημιουργεί διαφορετικά νοήματα. Αυτός ο αναλυτικός χαρακτήρας της γλώσσας -η διπλή διάρθρωσή της [ 2] από μονάδες ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες παράγουν τις μονάδες ήχου με νόημα, τα μορφήματα- είναι, βέβαια, συναρτημένος με το γεγονός ότι τα γλωσσικά περιεχόμενα -τα νοήματα- είναι αναλυτικές ανακλάσεις της εμπειρίας -δηλαδή γενικεύσεις και αφαιρέσεις- και όχι ολιστικές αντιδράσεις σε ερεθίσματα, όπως στα πρωτογενή συστήματα σήμανσης[2].

[…]

Για τον Peirce η συμβολική σήμανση [ 3] «γειώνεται» στην εικόνα και στη δείξη. H «οδύσσεια» της γλωσσικής σήμανσης, σημειώνει, αρχίζει με την αίσθηση και το αίσθημα - την εικόνα και τον δείκτη. Το γλωσσικό σημείο έχει πάντα αυτή την τριπλή υπόσταση -εικονική, δεικτική, συμβολική- και η τριπλή αυτή υπόσταση αντανακλά την τριπλή σχέση του υποκειμένου με τον κόσμο[3].

3. Μεταφορά

Στην ανάλυση της γλωσσικής σήμανσης από τον Peirce αναγνωρίζεται […] η συστατική διαπλοκή -και ένταση- ανάμεσα στην εικονική/ δεικτική και στη συμβολική, δηλαδή γενικευτική/ αφαιρετική, διάσταση της γλώσσας· ανάμεσα στη «θέρμη» και στο «φως», για να θυμηθούμε αυτές τις παλιές μεταφορές για τη φύση της γλώσσας. Ωστόσο, το σύμβολο -η γενίκευση και η αφαίρεση- δεν είναι το «ψυχρό» αποτύπωμα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, αλλά η «θερμή» ανάκλαση της επίμοχθης, βιωματικής, ιστορικής σχέσης μαζί του. Kαι αυτή η θέρμη διατηρείται στα «σκοτεινά», δεικτικά συστατικά του γλωσσικού σημείου. […] H μεταφορά είναι το κατεξοχήν τεκμήριο […] της θέρμης -της δεικτικής θέρμης- που διαπερνά τις φαινομενικά «ψυχρές» γενικεύσεις και αφαιρέσεις που συγκροτούν το σύμβολο -την ανθρώπινη γλώσσα. Πώς συνδέεται λ.χ. η μεταφορική έκφραση φωτεινό μυαλό με την «κυριολεκτική» έκφραση φωτεινή επιγραφή; Aυτό που αναδεικνύεται στη μεταφορική έκφραση -και την παράγει- είναι ο amor, η δεικτική, αισθηματική θέρμη μέσα στην οποία είναι εμβαπτισμένη η έννοια «φως» - η γενικευτική και αφαιρετική ανάκλαση της βίωσης του φωτός. Kαι η δεικτική αυτή θέρμη είναι η «ανάμνηση» -μέσα στη συμβολική γλώσσα που μας «απομακρύνει από την πραγματικότητα»- της πρωτογενούς θέρμης με την οποία συνδέεται η εμπειρία, η βίωση του φωτός: το ευχάριστο συναίσθημα που γεννά η εμπειρία του φωτός σε αντίστιξη με το δυσάρεστο συναίσθημα -φόβος- που γεννά η βίωση του σκοταδιού. Εξού και οι μεταφορές όπως σκοτεινές, μαύρες σκέψεις. Μέσα στη «θέρμη» που διαποτίζει την έννοια του φωτός ή του σκότους διατηρείται η «μνήμη» της πρωτογενούς δεικτικής σχέσης με τον κόσμο. […] Kαι η διαφορά μεταξύ μεταφοράς και «κυριολεξίας» -ή, ακριβέστερα, μεταξύ «ζωντανής» και «νεκρής» μεταφοράς- βρίσκεται απλά στο ότι στην «κυριολεξία» η δεικτική θέρμη είναι αφανής, «εν υπνώσει». Αλλά δεν απουσιάζει. Αλλιώς δεν θα ήταν δυνατή η μεταφορική «αφύπνισή» της -η ανάδειξή της[4].

[…]

H παράσταση δεν παύει να είναι ένα μείγμα φωνής και λόγου. Αυτή ακριβώς η μείξη -και η ένταση- αναδεικνύεται στη μεταφορά. Οι μεταφορικές «περιπέτειες» της γλωσσικής σήμανσης -αυτή η «μεταβίβαση αισθημάτων» που δημιουργεί νέες παραστάσεις- είναι συνάρτηση αυτής της καταστατικής μείξης, μιας μείξης που διατηρεί, όπως θα έλεγε ο Anjieu (1993α, 4), τη σύνδεση του σημείου με τη σωματική βάση της εμπειρίας. Γι' αυτό και η μεταφορά δεν ισοδυναμεί με μια «ψυχρή» σύγκριση [ 5] (παρομοίωση) που κρατά τις αποστάσεις ανάμεσα στις παραστάσεις/ έννοιες («είναι σαν»), αλλά συνίσταται στη «θερμή» ταύτισή τους («είναι»). Κατά τον Ricœur (1975, 37, 222) αυτή είναι, κατ' ουσίαν, η αριστοτελική αντίληψη για τη μεταφορά και όχι η μεταγενέστερη (από τον Kοϊντιλιανό και μετά) παρερμηνεία της - η θεώρηση, δηλαδή, της μεταφοράς ως «συντομογραφικής» παρομοίωσης. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, επισημαίνει ο Ricœur: «η παρομοίωση είναι μια ανεπτυγμένη μεταφορά» […].

Αλλά τί σημαίνει ταύτιση, ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της μεταφοράς; Σημαίνει «υπονόμευση» ή και «ανατροπή» των οριοθετήσεων -της κανονικότητας- στην οποία βασίζεται η αφαιρετική/ γενικευτική -συμβολική- γλώσσα. Σημαίνει, εν τέλει, μια πρωτογενέστερη μορφή γενίκευσης μέσω της οποίας οργανώνεται η εμπειρία […]. Όταν λέω ότι ο Γιάννης είναι γουρούνι, αυτό το είναι μοιάζει να παραβιάζει (αντίθετα με το είναι σαν της παρομοίωσης), να «περιφρονεί» […] τις εννοιακές οριοθετήσεις. Aυτό ακριβώς οδήγησε φιλοσόφους όπως ο Locke και ο Hobbes στην «προγραφή» της μεταφοράς[5].

5. Η ιστορικότητα της γλωσσικής σήμανσης

H συζήτηση που προηγήθηκε επιχείρησε να δείξει ότι η φύση της γενικευτικής/αφαιρετικής γλώσσας -της συμβολικής γλώσσας- ορίζεται από τη μείξη συμβόλου και δείκτη, αναλυτικού και ολιστικού, ψηφιακού και αναλογικού. Ή αλλιώς, από τη συστατική μείξη αισθήματος και παράστασης/ έννοιας. H «αισθηματική»/δεικτική διάσταση της έννοιας -όπως αποκαλύπτεται χαρακτηριστικά στη μεταφορά- αποκαλύπτει ταυτόχρονα τη βαθύτερη αιτιότητα της γλωσσικής σήμανσης[6].

[…]

Πώς γεννήθηκαν τα νοήματα - οι γενικεύσεις και αφαιρέσεις που συγκροτούν τη γλώσσα; Όχι βέβαια μέσα από μια στοχαστική, «ακαδημαϊκή» θεώρηση και ανάλυση της εμπειρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Kαι τα τεκμήρια αυτής της ιστορικής βίωσης είναι «εγγεγραμμένα» στο ίδιο το «σώμα» της γλώσσας. Tο πρώτο τεκμήριο είναι η σκοπιμότητα των νοημάτων, κάτι που προδίδεται και από την ίδια την καθημερινή χρήση της λέξης νόημα στην έκφραση λ.χ. τι νόημα έχει αυτό; Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία να αναφερόμαστε -γενικευτικά και αφαιρετικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος- στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί; H απουσία μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται, προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση. Kαι η σκοπιμότητα είναι, βέβαια, γέννημα της ιστορίας. Tο δεύτερο τεκμήριο είναι το φαινόμενο της μεταφοράς. […] Aυτό που αποκαλύπτει αυτή η μεταφορική χρήση είναι ότι τα νοήματα -οι γενικευτικές και αφαιρετικές αυτές ανακλάσεις της εμπειρίας- δεν είναι, όπως λέγαμε, «ψυχρά» νοητικά αποτυπώματα αλλά νοητικά ιχνογραφήματα που «θερμαίνονται» από τη θέρμη της ιστορικής βίωσης της εμπειρίας - της ενεργητικής, ιστορικής σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου. Kαι η «θέρμη» αυτή «εγγράφεται» στη συγκρότηση των λέξεων - των γλωσσικών σημείων. H μεταφορά αποκαλύπτει τη συστατική διαπλοκή νοήματος και αισθήματος, νοητικής «παράστασης» και της συναισθηματικής «αύρας» που τη διαπερνά[7].

[…]

H κίνηση προς, […] που βεβαιώνει ότι οι γλωσσικές μορφές δεν αντανακλούν «ψυχρά», «ουδέτερα» νοητικά αποτυπώματα, διαπερνά ολόκληρο το σώμα της γλώσσας και υπαγορεύει, σε σημαντικό ποσοστό, την ιστορική της εξέλιξη. Xαρακτηριστικό παράδειγμα ο χώρος του γλωσσικού δανεισμού (αλλά βλ. και Vygotsky 1962, 146). H φυσιογνωμία του δανεισμού της νεότερης ελληνικής γλώσσας, για να δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, καθορίστηκε από τις ιστορικές αξιολογήσεις που συνδέονται με τη δημιουργία της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης: τα δάνεια από την τουρκική «στιγματίστηκαν» και εξοβελίστηκαν από τις επίσημες γλωσσικές χρήσεις, για να επιζήσουν -όσα επέζησαν- στον χώρο της «οικείας», καθημερινής γλωσσικής χρήσης. Αν ο στιγματισμός των τουρκικών δανείων οδήγησε στον εξοβελισμό τους, η υπερτίμηση των ισχυρών ευρωπαϊκών γλωσσών με ιδιαίτερο ιστορικό γόητρο (γαλλική παλαιότερα, αγγλική κατόπιν) οδήγησε σε μαζική είσοδο δανείων από τις γλώσσες αυτές, είτε με τη μορφή άμεσου δανεισμού είτε με τη μορφή έμμεσου (μέσω μετάφρασης) δανεισμού. Οι ιστορικές αυτές κινήσεις και οι ιστορικές τους αντανακλάσεις εικονογραφούν χαρακτηριστικά αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί αξιακή διάσταση της γλώσσας[8]. […] Αυτό, λοιπόν, που ονομάσαμε αξιακή διάσταση της γλώσσας είναι, καταστατικά, παρόν στην ίδια τη «βαθύτερη» συγκρότηση της γλώσσας και αποτελεί το κατεξοχήν τεκμήριο της ιστορικότητάς της. Xωρίς την αναγνώριση αυτής της συστατικής ιστορικότητας του γλωσσικού φαινομένου, η κατανόησή του είναι καταδικασμένη να μείνει λειψή και μερική[9].

6. Η πρόταση

Το σύμβολο -η αφαιρετική /γενικευτική επεξεργασία της εμπειρίας- δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την πρόταση, χωρίς την αποφαντική λογικότητα. Για τον Peirce κάθε σημείο της ανθρώπινης γλώσσας είναι ουσιαστικά μια πρόταση και απώτερα κομμάτι ενός συλλογισμού. H σύνταξη -η πρόταση δηλαδή- είναι ο «πυρήνας της ανθρώπινης γλώσσας», […] και απουσιάζει από τα πρωτογενή, ζωικά συστήματα σήμανσης. […Για τον] Peirce, «η πρόταση είναι ένα σημείο που δείχνει διακεκριμένα το αντικείμενο το οποίο δηλώνει και το οποίο ονομάζεται υποκείμενό της…» (1978, 142-143· βλ. και Tiercelin 1993, 284 κ.ε.). Στον ορισμό αυτό η κρίσιμη έννοια είναι αυτή που δηλώνεται από το επίρρημα διακεκριμένα. O «τρόπος» της πρότασης είναι η διάκριση, ο διαχωρισμός. Kαι αυτή είναι η ουσία της αναλυτικής, αφαιρετικής/ γενικευτικής σήμανσης της εμπειρίας: το σύμβολο -σε αντίθεση με πρωτογενέστερες μορφές σήμανσης (δείξη)- διακρίνει και διαχωρίζει. Οι έννοιες σύμβολο (με το πιρσιανό, πάντα, περιεχόμενο του όρου) και πρόταση είναι, ουσιαστικά, συνώνυμες. Kαι ο διαχωρισμός της πρότασης είναι εκείνος που μας «απομακρύνει από την πραγματικότητα» (για να ξαναθυμηθούμε τη διατύπωση του Pavlov).

[…]

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη μεταφορά. Όπως επισημαίνει ο Johnson (1987, 105), «η μεταφορά οδηγεί κάτω από το επίπεδο της πρότασης, σε εκείνη την πληθωρική, σωματική διάσταση της ύπαρξής μας». H μεταφορά εκπροσωπεί τη «μη προτασιακή πλευρά του νοήματος» (ό.π., 72), είναι μια «αναλογική» [analogical] νοητική διαδικασία που κινητοποιείται από την «ενσώματη» [embodied], αισθητηριακή «βάση» της ύπαρξής μας. H «αμεσότητα» της μεταφορικής σήμανσης έγκειται ακριβώς στο ότι «απηχεί» αρχαιότερους, προ-προτασιακούς τρόπους σήμανσης -τρόπους της εικόνας και της δείξης. Kαι γι' αυτό «συντηρεί» τους δεσμούς με τη σωματική βάση της γλώσσας και της νόησης. H αντίστιξη πρότασης και μεταφοράς, συμβόλου-δείξης/ εικόνας ορίζει το βαθύτερο «σενάριο» της γλωσσικής σήμανσης. […] η μείξη δήλωσης και δείξης είναι η βαθύτερη ουσία της γλώσσας. H πρόταση που δηλώνει μέσω της γενίκευσης και της αφαίρεσης είναι «τυφλή» χωρίς τη δείξη -με κατεξοχήν εκπρόσωπό της τη μεταφορά-, που διατηρεί τους δεσμούς του συμβόλου με τις αισθητηριακές, βιωματικές του καταβολές - με την κίνηση προς[10].

7. H οντογένεση της γλώσσας

Αλλά πώς γεννιέται η πρόταση; Ένας προνομιακός χώρος για την προσέγγιση αυτού του ερωτήματος είναι η οντογένεση της γλώσσας - η απόκτηση της γλώσσας από το μικρό παιδί[11].

[…]

Αν η ανάδυση της λέξης μέσα από κάποια πρωτογενή αισθητήρια ολικότητα -και ταυτόχρονα η «απομάκρυνση» από αυτή- συντελείται με βάση τις διαδικασίες της γενίκευσης και της αφαίρεσης, το πιο προσιτό σημείο για να παρακολουθήσει κανείς αυτόν τον «τοκετό» προσφέρεται από την οντογένεση της γλώσσας, την απόκτηση της γλώσσας από το μικρό παιδί. Είναι σαφές ότι οι πρώτες παραστάσεις που αποκτά το πολύ μικρό παιδί από την πραγματικότητα, από την εμπειρία στην οποία αρχίζει να εμβαπτίζεται, είναι αισθητηριακές, κάποιου είδους εικόνες. Οι πρώτες αναγνωρίσιμες γλωσσικές παραγωγές του μικρού παιδιού -του παιδιού που προσεγγίζει το πρώτο έτος- αναφέρονται σε συμβάντα στα οποία εμπλέκεται το παιδί στην καθημερινή του ζωή. Τα συμβάντα αυτά το παιδί τα αντιλαμβάνεται ολιστικά: αντιλαμβάνεται ότι αποτελούνται από διακεκριμένα μέρη αλλά τα μέρη αυτά δεν υπάρχουν απομονωμένα το ένα από το άλλο, το ένα χωρίς το άλλο. Το παιδί έχει κάνει την πρώτη στοιχειώδη ανάλυση της εμπειρίας σε συμβάντα που το αφορούν, αλλά τα συμβάντα αυτά υπάρχουν ολιστικά.

Οι λέξεις που χρησιμοποιεί στη φάση αυτή αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την ολιστική αντίληψη της εμπειρίας: δεν σημαίνουν αντικείμενα, διακεκριμένα μέρη, ούτε κάνουν διάκριση αντικειμένου/ ενέργειας, αλλά εκφράζουν ατεμάχιστες απεικονίσεις συμβάντων.

Για να σας δώσω αμέσως κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα: όταν το παιδί αυτής της ηλικίας εκφωνεί τη λέξη αυτοκίνητο, ή μάλλον τον τύπο που επιχειρεί τη μορφική προσέγγιση στη σχετική λέξη της γλώσσας των ενηλίκων, καθώς παρακολουθεί τα αυτοκίνητα να περνάνε, η «λέξη» αυτή εκφράζει το συνολικό συμβάν -την κίνηση των αυτοκινήτων- το οποίο παρακολουθεί το παιδί. Δεν εκφράζει -με τον τρόπο που γίνεται στη γλώσσα των ενηλίκων- την έννοια «αυτοκίνητο», διαχωρισμένη από την έννοια της κίνησης. Το αυτοκίνητο και η κίνησή του αποτελούν ένα ενιαίο, ατεμάχιστο συμβάν και η λέξη που το αποτυπώνει είναι ταυτόχρονα ουσιαστικό και ρήμα - η γραμματική αυτή διάκριση δεν υπάρχει ακόμα.

Αντίστοιχα, η λέξη μαμά δεν σημαίνει την έννοια «μητέρα» αλλά οτιδήποτε συνιστά το συγκεκριμένο συμβάν ή το συγκεκριμένο εξωγλωσσικό πλαίσιο με το οποίο συνδέεται: μπορεί να σημαίνει -με τα λόγια της ελληνικής γλώσσας- «Μαμά, δώσε μου», «Μαμά, βοήθησέ με» κλπ. Η λέξη shots, που εκφωνεί το αγγλόφωνο νήπιο της ηλικίας αυτής καθώς του φοράνε τις κάλτσες του και τα παπούτσια του, δηλώνει όλο αυτό το συμβάν, τις κάλτσες, τα παπούτσια και τις ενέργειες που συνδέονται με αυτά, χωρίς να διαχωρίζονται οι σχετικές οντότητες -αντικείμενα- από τις σχετικές ενέργειες.

Τα παραδείγματα που σας έδωσα αρκούν, ελπίζω, για να σας πείσουν ότι οι πρώτες αναγνωρίσιμες λέξεις που εκφωνεί το παιδί ηλικίας 1-2 ετών υποδηλώνουν μια ολιστική αντίληψη της εμπειρίας, σημαίνουν -ονομάζουν- ολικά, ατεμάχιστα, συμβάντα. Η ολιστική αυτή αντίληψη της εμπειρίας «εκδηλώνεται» με ολιστικές λέξεις, με μονολεκτικά εκφωνήματα που συνδέονται με αυτά τα ολικά, αδιαφοροποίητα συμβάντα. Οι πρώτες αυτές παιδικές λέξεις μοιάζουν μόνο φαινομενικά με τις λέξεις της ενήλικης γλώσσας, στον βαθμό που το περιεχόμενό τους χρειάζεται προτάσεις για να «μεταφραστεί» στη γλώσσα των ενηλίκων. Είναι λέξεις-προτάσεις ή, καλύτερα, για να αποφύγουμε και τους δυο αυτούς όρους, που γι' αυτή τη φάση της ανάπτυξης της παιδικής γλώσσας υπαινίσσονται, αναχρονιστικά, διακρίσεις που δεν έχουν ανακύψει ακόμα, είναι ολοφραστικά μορφώματα. Από αυτά τα «ολοφραστικά μορφώματα» θα αναδυθεί αργότερα, από το δεύτερο έτος και μετά, η διάκριση λέξης-πρότασης με την ανάλυση του ολιστικού, ατεμάχιστου συμβάντος, τη διάκριση του αντικειμένου από τους τρόπους ύπαρξής του, τον διαχωρισμό αντικειμένου και ενέργειας. Η γλωσσική ανάκλαση αυτής της ανάλυσης, της αντικατάστασης της αδιαφοροποίητης, ολιστικής αντίληψης της εμπειρίας από μια αρθρωμένη ολότητα, θα εκφραστεί με την ανάλυση των μονολεκτικών, ολοφραστικών μορφωμάτων, με τη διάκριση ουσιαστικού-ρήματος, λέξης-πρότασης. Η ολιστική αντίληψη της εμπειρίας -«η αδιαφοροποίητη αυτή σύνθεση», όπως θα έλεγε ο Humbolt-, που εκφράζεται από το ολοφραστικό μόρφωμα, θα αντικατασταθεί από μια διαφοροποιημένη σύνθεση, που θα εκφραστεί από την πρόταση. Η ολοφραστική λέξη είναι η αρχαϊκή μήτρα, η κοιτίδα, της πρότασης. Όπως σημειώνει ο Vygotsky (ό.π., 126), «η σκέψη του παιδιού, ακριβώς επειδή γεννιέται ως θαμπό, άμορφο όλο, εκφράζεται αναγκαστικά με μια μεμονωμένη λέξη. Καθώς η σκέψη του μπαίνει στη διαδικασία της αυξανόμενης διαφοροποίησης, το παιδί απομακρύνεται από την έκφρασή της μέσω μονολεκτικών λέξεων και κατασκευάζει μια σύνθετη ολότητα. Αντίστροφα, η μετάβαση στην ομιλία, στη διαφοροποιημένη ολότητα της πρότασης, βοηθά τις σκέψεις του παιδιού να προχωρήσουν από την ομοιογενή ολότητα στα σαφώς διακεκριμένα μέρη… Το παιδί αρχίζει από την ολότητα και αργότερα αρχίζει να κατακτά τις διακεκριμένες σημασιακές μονάδες, τις σημασίες των λέξεων, και να διαιρεί την αρχικά αδιαφοροποίητη σκέψη του στις μονάδες αυτές…».

Θα χρειαστεί να μείνουμε λίγο ακόμα στο ολοφραστικό μόρφωμα, σε αυτόν τον αρχαϊκό πρόγονο της ενήλικης γλώσσας. Αν, για να ξαναθυμηθούμε τη διατύπωση του Pavlov, το δεύτερο -και δευτερογενές- σύστημα σήμανσης, η γλώσσα, μας «απομακρύνει από την πραγματικότητα», γιατί ακριβώς την ανακλά με γενικευτικό και αφαιρετικό τρόπο, στην περίπτωση της πρώιμης -ολοφραστικής- παιδικής γλώσσας, η «απομάκρυνση» αυτή και, αντίστοιχα, οι δυνάμεις που την κινητοποιούν -η γενίκευση και η αφαίρεση- βρίσκεται ακόμα στα πολύ πρώτα βήματά της. Η ολιστική, αδιαφοροποίητη αντίληψη της εμπειρίας που εκφράζεται από το ολοφραστικό μόρφωμα διατηρεί ακόμα έντονη την ανάμνηση της καταγωγής της από την πρωτογενή (με την παυλοφική έννοια του όρου), ολιστική, αισθητηριακή πρόσληψη της εμπειρίας. Και η ανάμνηση αυτή δεν πιστοποιείται μόνο από το ολιστικό, αδιαφοροποίητο σχήμα αυτής της πρώιμης αντίληψης της εμπειρίας και της γλωσσικής εκδήλωσης, αλλά και από μια σειρά άλλων χαρακτηριστικών με τα οποία συνυπάρχει.

Καταρχήν, αυτά τα πρώιμα ολοφραστικά μορφώματα συμβιώνουν, σχεδόν αναγκαστικά, με το εξωγλωσσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφωνούνται, με το συγκεκριμένο συμβάν στο οποίο αναφέρονται. Και μόνο η σύνδεσή τους με το συγκεκριμένο εξωγλωσσικό πλαίσιο επιτρέπει στον ενήλικο να υποψιαστεί το νόημά τους. Για να σας δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, που ήδη το ανέφερα παραπάνω με άλλη αφορμή, η ολοφραστική λέξη shots που παράγει το αγγλόφωνο νήπιο όταν του φοράνε τις κάλτσες και τα παπούτσια (shoesand shocks), αρχικά εκφωνείται μόνο όταν διαδραματίζεται το σχετικό συμβάν. Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να αρχίσει το νήπιο να εκφωνεί το μόρφωμα αυτό αποσπασμένο από το συμβάν με το οποίο συνδέεται. Η απόσπαση αυτή γίνεται βαθμιαία. Ο πρώτος βαθμός απόσπασης πραγματοποιείται όταν το παιδί εκφωνεί την ολοφραστική αυτή λέξη για να δηλώσει την προσδοκία του για την πραγματοποίηση της σχετικής δραστηριότητας/ συμβάντος. Και η απόσπαση ολοκληρώνεται όταν το σχετικό εκφώνημα εκφωνείται χωρίς καμία αποκλειστική σύνδεση με τη σχετική δραστηριότητα· η αρχική χρήση του εκφωνήματος -η αναγκαστική του συμβίωση με το συγκεκριμένο συμβάν στο οποίο αναφέρεται- δείχνει ότι για το νήπιο λειτουργεί ως κάποιου είδους δείκτης - έχει δεικτική λειτουργία. Μοιάζει, με άλλα λόγια, με τις δεικτικές λέξεις της ενήλικής γλώσσας. Όπως η δεικτική λέξη νά εντοπίζει απλά οντότητες, συμβάντα, και δεν είναι σε θέση από μόνη της, χωρίς τη σύνδεσή της με αυτές τις οντότητες ή με αυτά τα συμβάντα, να μας πληροφορήσει γι' αυτά, έτσι -περίπου- και η πρώιμη ολοφραστική λέξη εντοπίζει απλά ένα συμβάν και δεν διαθέτει κάποιο σαφές περιεχόμενο που να μπορεί να πληροφορεί αυτονομημένο από το συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο επισυμβαίνει η εκφώνηση. Θα ήταν λάθος, επισημαίνει ο Vygotsky (βλ. Wertsch ό.π., 97), να θεωρήσουμε ότι «η λέξη έχει νόημα για το παιδί. Αρχικά, δεν είναι παρά ένας δείκτης. Η λέξη ως δείκτης εκπροσωπεί την πρωταρχική λειτουργία της ομιλίας, από την οποία μπορούν να παραχθούν όλες οι άλλες». Η μετάβαση από τη νοηματικά άμορφη, αρχέγονη, ολοφραστική λέξη, που απλά προσανατολίζει προς κάποια (ολιστικά ανακλώμενη) εμπειρία, στη μορφοποιημένη λέξη της ενήλικης, γλώσσας που δεν «δείχνει» μόνο αλλά αναλύει την εμπειρία και την ανακλά μ' ένα γενικευτικό και αφαιρετικό τρόπο, η μετάβαση από τη λέξη-δείκτη, που είναι προσκολημμένη στην πραγματικότητα στη λέξη-σύμβολο, που μας «απομακρύνει από την πραγματικότητα», υλοποιείται με τη βαθμιαία απόσπαση της λέξης από το συγκεκριμένο εξωγλωσσικό πλαίσιο με το οποίο συνδέεται, με τη γενίκευση της χρήσης της. Η βαθμιαία αυτή απόσπαση -αφαίρεση- του ολοφραστικού μορφώματος από το συγκεκριμένο εξωγλωσσικό πλαίσιο, από «την ολότητα της συγκεκριμένης εμπειρίας στην οποία είναι ενσωματωμένο» (Vygotsky ό.π., 76), είναι εκείνη που οδηγεί στη μορφοποίησή του, στη μετάβαση από τη θολή, ολιστική διάχυτη σημασία, στην ακριβή, διαφοροποιημένη σημασία της «ενήλικης» λέξης. Σας θυμίζω πάλι την ολοφραστική παιδική λέξη shots του αγγλόφωνου νηπίου, που τη συζητήσαμε παραπάνω. Σημαίνει, με ένα δεικτικό, ολιστικό, τρόπο, τη δραστηριότητα όπου κάποιος ενήλικος φορά στο παιδί τις κάλτσες και τα παπούτσια του (και ενδεχόμενα ό,τι συνεπάγεται αυτό). Βαθμιαία, όπως είδαμε, το μόρφωμα αυτό αποσπάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο χρήσης του -γενικεύεται η χρήση του- και αυτό συνοδεύεται από την ανάδυση των λέξεων shoes and shocks της γλώσσας των ενηλίκων. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η ολοφραστική λέξη ταξινομεί μαζί με τις κάλτσες και τα παπούτσια, και αυτό γιατί συνυπάρχουν μέσα στην ίδια δραστηριότητα. Αυτού του είδους η ταξινόμηση είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της πρώιμης παιδικής γλώσσας και δείχνει πόσο υστερούν σε αφαίρεση οι πρώτες γενικεύσεις που επιχειρεί το παιδί. Ή, για να το πω διαφορετικά, πόσο περιορίζονται ακόμα από την πρωτογενή αισθητήρια πρόσληψη της εμπειρίας: η συνύπαρξη κάλτσας και παπουτσιών στο χώρο -η αισθητηριακά αναγκαστική σύνδεσή τους, όπως θα έλεγε ο Vygotsky- καθορίζει, σε σημαντικό ποσοστό, τη νοητική τους ανάκλαση και τη γλωσσική της εκδήλωση. Αυτή η αισθητηριακή, συγκεκριμένη -και όχι αφηρημένη- και λογική σύνδεση των στοιχείων μιας ολότητας κάνει αυτές τις πρώιμες παιδικές ολοφραστικές λέξεις να μοιάζουν, παρατηρεί ο Vygotsky (ό.π., 61), με τα κύρια ονόματα της ενήλικης γλώσσας. Όπως δεν ταξινομούμε ένα πρόσωπο ως μέλος της οικογένειας Χριστίδη με βάση λογικά κριτήρια που το συνδέουν με άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας που φέρουν το ίδιο όνομα, έτσι και το νήπιο συνδέει παπούτσια και κάλτσες όχι στη βάση λογικών κριτηρίων, αλλά στη βάση της συγκεκριμένης συνύπαρξής τους μέσα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εμπειρίας.

Αυτή η αναλογία ανάμεσα στα πρώιμα παιδικά ολοφραστικά μορφώματα και τα κύρια ονόματα της ενήλικης γλώσσας έχει και μια άλλη όψη. Στη φάση αυτή το νήπιο συχνά χρησιμοποιεί την ολοφραστική λέξη ως, κυριολεκτικά, κύριο όνομα. Έτσι, η λέξη δέντρο μπορεί να σημαίνει αρχικά το συγκεκριμένο και μόνο δέντρο που βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού του παιδιού. Εδώ φαίνεται χαρακτηριστικά η δεικτική λειτουργία της πρώιμης λέξης, η καθήλωσή της, ακόμα, στο συγκεκριμένο. Ο Vygotsky ονομάζει αυτά τα πρώιμα ολοφραστικά μορφώματα συμπλέγματα και τους διαδόχους τους στη γλωσσική εξέλιξη, τις λέξεις, έννοιες. «Το σύμπλεγμα… είναι… μια συγκεκριμένη ομαδοποίηση αντικειμένων που συνδέονται από δεσμούς στην εμπειρία. Επειδή το σύμπλεγμα δεν σχηματίζεται στο επίπεδο της αφηρημένης λογικής σκέψης, οι δεσμοί που το δημιουργούν αλλά και οι δεσμοί στη δημιουργία των οποίων συμβάλλει το ίδιο, δεν διαθέτουν λογική ενότητα. Οποιαδήποτε σχέση που υπάρχει στην εμπειρία μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη ενός στοιχείου στο σύμπλεγμα» (ό.π., 62). Αυτός ο αισθητηριακός καθορισμός -το γεγονός ότι το σύμπλεγμα και το περιεχόμενό του είναι αξεχώριστο από τη συγκεκριμένη εμπειρία- εξηγεί την αστάθεια, τη μεταβλητότητα των συμπλεγμάτων. Έτσι, λ.χ., το νήπιο χρησιμοποιεί αρχικά το ολοφραστικό μόρφωμα quah για να αναφερθεί σε μια πάπια που κολυμπάει σε μια λιμνούλα, μετά για να αναφερθεί σε υγρά, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά και το γάλα στο μπιμπερό του, στον αετό που βλέπει σε μια σημαία, κατόπιν στη σημαία την ίδια. Κάθε νέο αντικείμενο που συμπεριλαμβάνεται στο σύμπλεγμα έχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με κάποιο άλλο στοιχείο, αλλά τα κοινά χαρακτηριστικά υφίστανται συνεχείς μεταβολές. Στο σύμπλεγμα, επισημαίνει ο Vygotsky (ό.π., 64-65), δεν υπάρχει ιεραρχική οργάνωση, όλα τα στοιχεία που το συγκροτούν είναι ισότιμα. Το σύμπλεγμα δεν αίρεται πάνω από τα στοιχεία του, αλλά συγχωνεύεται με τα αντικείμενα που το συγκροτούν. Αυτή η συγχώνευση γενικού και ειδικού, του συμπλέγματος και των στοιχείων του, αυτό… το ψυχικό αμάγαλμα, είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό της συμπλεγματικής νόησης.

Η συμπλεγματική αυτή νόηση, η ελάχιστα -ακόμα- γενικευτική και αφαιρετική, εξηγεί, κατά τον Vygotsky, το φαινόμενο που ήδη συζητήσαμε, τη συνύπαρξη αντιθετικών σημασιών κάτω από την ίδια μορφική στέγη. Αν το μικρό παιδί βιώνει τις αντιθετικές έννοιες του «χθες» και του «αύριο» ολιστικά, ως αξεχώριστα μέρη μιας ολότητας -που δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη έξω από την ολότητα-, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιεί την ίδια λέξη -όπως και το κάνει- για να αναφερθεί στα μέρη της ολότητας. Μπορεί να πει πριν και να εννοεί είτε 'πριν' είτε 'μετά' - αυτό το διαλευκαίνουν οι συνθήκες μέσα στις οποίες παράγει το εκφώνημα αυτό. Μπορεί επίσης να πει αύριο και να εννοεί είτε 'χθες' είτε 'αύριο'. Εφόσον στην εμπειρία του οι έννοιες «πριν-μετά», «χθες-αύριο» είναι συσχετισμένες, η συσχέτιση αυτή αρκεί για να αποτελέσουν ένα σύμπλεγμα, με τον ίδιο τρόπο που η λέξη quahμπορεί να συμπεριλάβει τόσο την πάπια που κολυμπάει όσο και τη σημαία, αφού για το παιδί υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στα δύο. «Μια λέξη», σημειώνει ο Vygotsky (ό.π., 70), «μπορεί σε διαφορετικές καταστάσεις να έχει διαφορετικές ή και αντίθετες σημασίες, αρκεί να υπάρχει κάποιος δεσμός που να τις συνδέει». Αυτή είναι η αρχή της συμπλεγματικής νόησης.

Η μετάβαση από το ολοφραστικό σύμπλεγμα στην αρθρωμένη ολότητα της πρότασης και στη γενικευτική και αφαιρετική ανάλυση της εμπειρίας που συνεπάγεται αυτός ο σχηματισμός, σημαίνει τη γέννηση της λέξης, η οποία εκφράζει «έννοιες». Σε αυτονομημένο πια μέρος από το όλο, ομαδοποιεί τα στοιχεία της εμπειρίας, γενικεύει με βάση ένα χαρακτηριστικό και όχι με βάση την πληθώρα των φευγαλέων κοινών χαρακτηριστικών με την οποία λειτουργεί το σύμπλεγμα. Το ολιστικό, καλειδοσκοπικό σύμπλεγμα αντικαθίσταται βαθμιαία από τη διαφοροποιημένη, αρθρωμένη ολότητα της πρότασης. Και η πρόταση συντίθεται -αρθρώνεται- από λέξεις που εκφράζουν «έννοιες», την ανάλυση, μέσω της γενίκευσης και της αφαίρεσης, της ολιστικής εμπειρίας στα στοιχεία που τη συγκροτούν. Το σύμπλεγμα, έρμαιο της συγκεκριμένης εμπειρίας, μετασχηματίζεται βαθμιαία στη σταθερή, αφαιρετική και γενικευτική έννοια. Η μετάβαση από το σύμπλεγμα στην αναλυτική έννοια -στη λέξη- ολοκληρώνει τη «νοητική επεξεργασία του αισθητηριακού υλικού» πάνω στο οποίο «οικοδομείται» η γλώσσα.

Την ανάδυση της λέξης και της πρότασης από την αρχέγονη ολικότητα που εκπροσωπείται από το ολοφραστικό σύμπλεγμα, μπορεί να τη φανταστεί κανείς μεταφορικά είτε με βάση τη βιγκοτσκιανή εικόνα του σύννεφου που υγροποιείται -μορφοποιείται- σε διακεκριμένες σταγόνες είτε με βάση την εικόνα της πήξης ενός ρευστού, πλαστικού υλικού. Αυτή την εικόνα χρησιμοποιεί, λ.χ., ο Lacan ([1968] 1981, 233) για να μιλήσει για τη λέξη -η λέξη είναι το αποτέλεσμα της πήξης του αισθητηριακού ρευστού. Και βέβαια ο καταλύτης της υγροποίησης ή της πήξης -μπορεί να διαλέξει κανείς όποια εικόνα του αρέσει περισσότερο- αυτού του αρχέγονου υλικού είναι η γενίκευση και η αφαίρεση.

Η πήξη ή η υγροποίηση αυτή, που γεννά την έννοια από το σύμπλεγμα, τη λέξη και την πρόταση από το ολοφραστικό μόρφωμα, σημαδεύει τη γέννηση της συμβολικής γλώσσας. Αν τα πρωιμότατα παιδικά εκφωνήματα, τα συμπλέγματα, εντοπίζουν -«δείχνουν»- στοιχεία της εμπειρίας και έτσι εκφράζουν κύρια επιθυμίες ή προσταγές, στις έννοιες η δεικτική αυτή λειτουργία έχει υποχωρήσει. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος μέσα από ένα παράδειγμα, το ολοφραστικό εκφώνημα μαμά, που μπορεί να σημαίνει «μαμά, δώσε μου», «μαμά, έλα» κλπ. και που το περιεχόμενό του μπορεί να γίνει σχετικά σαφές μόνο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες εκφωνείται, παύει να χρησιμοποιείται με αποκλειστικά προστακτικό-δεικτικό χαρακτήρα, ως ένα είδος γλωσσικής δεικτικής χειρονομίας, και αποκτά τη δυνατότητα να συμβολίζει, να σημαίνει -να σημαίνει μια οντότητα, ένα μέρος μιας ολικής εμπειρίας που μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτή. Αυτή ακριβώς η ανάδυση του μέρους από το όλο, που μεσολαβείται από τη γενίκευση και την αφαίρεση, σημαδεύει τη γέννηση της συμβολικής γλώσσας -της γλώσσας της γενίκευσης και της αφαίρεσης- από την αρχαϊκή, συγκινησιακή (δεικτική) γλώσσα, την καθηλωμένη στη συγκεκριμένη εμπειρία[12].

[…]

Για να ανακεφαλαιώσουμε. H πορεία του μικρού παιδιού από την προ-γλώσσα της δεικτικής φωνής στην προτασιακή, συμβολική γλώσσα [ 7] μεσολαβείται από την πρωτο-γλώσσα της ολόφρασης. H ολοφραστική πρωτο-γλώσσα -«προσδεμένη στο συγκεκριμένο»- διατηρεί μέσα στον αρχόμενο λόγο τη «μνήμη» της πρωτογενούς, προ-γλωσσικής, δεικτικής σήμανσης. H βαθμιαία μορφοποίηση της δεικτικής πρωτο-γλώσσας -με τις διαδικασίες που περιγράφηκαν- θα οδηγήσει στο σύμβολο, στην αφαίρεση και τη γενίκευση, στην έννοια και την πρόταση. Kαι αυτός ο μετασχηματισμός ισοδυναμεί με την «καταστολή» της πρωτογενούς φωνής […]. Αλλά η καταστολή αυτή, που συνδέεται με την ανάδυση της συμβολικής γλώσσας, δεν ισοδυναμεί με την εξαφάνιση της φωνής. H δεικτική φωνή εξακολουθεί να δρα, καθώς αποτελεί το αισθηματικό «στημόνι» της συμβολικής ύφανσης. Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της δραστικότητας η μεταφορά. […]. Επιπλέον […] οριακές γλωσσικές χρήσεις (μαγικός λόγος, ποίηση) κινητοποιούνται από την «έκρηξη» αυτής της «εγκλωβισμένης» φωνής. Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα[13].

8. H ψυχαναλυτική προσέγγιση στη γλώσσα

[…]

O ασυνείδητος ψυχισμός αποτελεί το κατεξοχήν, ίσως, «τοπίο» της διαπλοκής και διαπάλης δείκτη και συμβόλου, επιθυμίας και παράστασης. […] Οι τρόποι του ασυνειδήτου -οι τρόποι της ασυνείδητης επιθυμίας- είναι, χαρακτηριστικά, τρόποι φωνής, δείξης: «πυκνές» μεταφορικές ταυτίσεις, εικόνες (όνειρο), παραπραξίες και γλωσσικά ολισθήματα που διαταράσσουν την «κανονικότητα» της γλωσσικής σήμανσης, ψυχοσωματικά συμπτώματα ως δείκτες «χαμένων», απωθημένων παραστάσεων. Το ασυνείδητο, ως «τόπος» και «τρόπος», είναι ταυτόχρονα αρχαίο και νέο: προϋποθέτει το σύμβολο, ως «τόπος» απώθησης, «λήθης» του συμβόλου. Αλλά η «λήθη» αυτή οργανώνεται από τα «αρχαία» συστατικά της συμβολικής σήμανσης: την εικονική/ δεικτική γείωση και φόρτισή της. Στη δεικτική φωνή του ασυνειδήτου αντηχούν οι περιπέτειες της ανάγκης - της πρωτογενούς, αδιαμεσολάβητης, βίωσης και σήμανσης της εμπειρίας μέσα από την εμπλοκή της στον χώρο του συμβόλου. Οι περιπέτειες αυτές εκτυλίσσονται μέσα από μεταφορικές υποκαταστάσεις και «μετουσιώσεις» -«μεταθέσεις των πρωτογενών (αρχαϊκών) στόχων της επιθυμίας … σε άλλους συμβολικά διαμεσολαβημένους … στόχους» (Λίποβατς 2000β, 107). Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη ο Freud επέλεξε να ονομάσει τους τρόπους σήμανσης του ασυνείδητου «πρωτογενείς» διαδικασίες σε αντίστιξη με τις «δευτερογενείς» διαδικασίες της «συνειδητής» σήμανσης. Για τον Lacan, οι τρόποι σήμανσης του ασυνειδήτου δικαιολογούν την άποψη ότι είναι «δομημένο σαν γλώσσα». Aυτό που, ωστόσο, μοιάζει να είναι περιγραφικά ακριβέστερο είναι η δόμηση του ασυνειδήτου ως δεικτικής πρωτο-γλώσσας (με την έννοια που δώσαμε στον όρο αυτό στη συζήτηση που προηγήθηκε) - ως μητρικής «γλώσσας» που επιζητεί την ένωση και αντιστέκεται στον διαχωρισμό του συμβόλου και της πρότασης, στη «σύντμηση» των πρωτογενών αισθημάτων, για να θυμηθούμε μια χαρακτηριστική μεταφορά του Nietzsche. Αυτή η αντίληψη για τη φύση της σήμανσης που κυριαρχεί στον «τόπο» του ασυνειδήτου επιτρέπει -και αυτό έχει ερμηνευτικά πλεονεκτήματα- την αντιστοίχιση του δίπολου ασυνείδητο-συνειδητό με το δίπολο εικόνα/ δείκτης-σύμβολο. Το πρώτο δίπολο διαμορφώνεται με τους όρους του δεύτερου: η ασυνείδητη σήμανση χαρακτηρίζεται από τη «λήθη» -την απώθηση- του συμβόλου. Aυτό που δεν «χάνεται», ωστόσο, είναι η δεικτική/ εικονική φόρτισή του που αποτελεί και την αιτία της απώθησής του. Το «χαμένο» σύμβολο σημαίνεται με τους «θολούς», «σκοτεινούς», πρωτογενείς τρόπους της δείξης και της εικόνας. Ή, αλλιώς, το απωθημένο σύμβολο «επιστρέφει» δεικτικά/ εικονικά. Kαι η ψυχαναλυτική θεραπεία -αυτή η talkingcure, η θεραπεία με τα λόγια, κατά τη διατύπωση μιας ασθενούς του Freud- μπορεί να θεωρηθεί ως η πορεία προς τη μορφοποίηση της δεικτικής σήμανσης του ασυνειδήτου μέσα από τη σύνδεση των δεικτών με ένα χαμένο, απωθημένο, συμβολικό περιεχόμενο. O «τυφλός» δείκτης -ο δείκτης που έχει «διαχωριστεί» από τον συμβολικό/ παραστατικό «σύντροφό» του- «φωτίζεται» μέσα από τη δραματική αυτή σύνδεση και μορφοποίηση και έτσι χάνει, σε σημαντικό ποσοστό, την αγχογόνα δύναμή του. O ολιστικός δείκτης που ενώνει «μετατρέπεται» στο αναλυτικό σύμβολο -στην πρόταση που διαχωρίζει. H «σκοτεινή» μεταφορική ταύτιση μετατρέπεται στον απελευθερωτικό διαχωρισμό της παρομοίωσης (είναι σαν). Kαι η πορεία αυτή, όπως διαδραματίζεται στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής συνεδρίας, ισοδυναμεί με μια δραματική «άσκηση» στη συνειδητοποίηση της φωνής που δονεί τη φαινομενική γαλήνη του λόγου[14].

9. Τα όρια της γλώσσας: ποιητικός, μαγικός λόγος

Αν η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι ένα γλωσσικό ταξίδι (που στηρίζεται στη σχέση αναλυτή-αναλυόμενου) από τον δείκτη στο σύμβολο και στην πρόταση- από τη δεικτική «απώθηση» του συμβόλου στην επανένωση δείκτη και συμβόλου-, ο ποιητικός λόγος (και όχι μόνον, όπως θα δούμε) εικονογραφεί την αντίστροφη κίνηση: την «πρωτεϊκή ανάγκη» υπέρβασης (διατύπωση του D. Pears· παρατίθεται από την Tiercelin 1993, 59) της συμβολικής -αφαιρετικής/ γενικευτικής- γλώσσας, τη «νοσταλγία» της συμβολικής/ προτασιακής γλώσσας για τη χαμένη αμεσότητα του δείκτη. H «ποίηση», επισημαίνει ο Valéry, «είναι μια προσπάθεια να αποδοθούν … με έναρθρο λόγο εκείνα τα πράγματα, ή εκείνο το πράγμα, που προσπαθούν θολά και σκοτεινά να εκφράσουν τα δάκρυα, οι κραυγές, τα φιλιά, οι αναστεναγμοί…» (Loewald 1978, 268), αυτές οι confuses paroles (τα συγκεχυμένα λόγια), κατά τον Baudelaire, της φυσικής σήμανσης της εμπειρίας. «Θολά και σκοτεινά». O μόνος τρόπος που διαθέτει η συμβολική γλώσσα για να «παλινδρομήσει» προς αυτή τη χαμένη, «θολή» και «σκοτεινή» βιωματική αμεσότητα είναι μέσω των «θολών» και «σκοτεινών» συστατικών της -των δεικτικών συστατικών της, που κατάγονται απώτατα από αυτή τη σκοτεινή βιωματική αφετηρία. Aυτό τον τρόπο της δείξης επιχειρεί ο ποιητικός λόγος να πασπαλίσει -σαν χρυσόσκονη, όπως θα έλεγε ο Barthes- πάνω σε ολόκληρο το σώμα της γλώσσας, στην προσπάθεια να προσεγγίσει γλωσσικά τη χαμένη «πρώτη γλώσσα» της αδιαμεσολάβητης σήμανσης της εμπειρίας, να «διορθώσει», όπως θα έλεγε ο Mallarmé, «το ελάττωμα των γλωσσών» -τον «φόνο» της βιωματικής αμεσότητας. «O ήχος πρέπει να μοιάζει σαν ηχώ του νοήματος», λέει ένας άλλος ποιητής, ο Pope (Jakobson 1981, 44). Tο αγωνιώδες αυτό εγχείρημα είναι βέβαια η κίνηση προς τη δεικτική σήμανση της εμπειρίας. O ήχος αγωνίζεται να ξαναγίνει κομμάτι της εμπειρίας -δείκτης της και όχι συμβατική, συμβολική σήμανσή της. Τα εργαλεία της ποίησης -με πρώτο και κύριο τη μεταφορά, ως «κληρονόμο» της αρχέγονης «πυκνότητας» που αντιστέκεται στην αναλυτικότητα και τον διαχωρισμό της πρότασης- υπηρετούν, όλα, αυτή τη σκοπιμότητα.

Αν ο ποιητικός λόγος εκπροσωπεί ένα γλωσσικό «παροξυσμό» που κινητοποιείται από την πρωτεϊκή ανάγκη για την υπέρβαση της συμβολικής, προτασιακής γλώσσας, ο παροξυσμός αυτός παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις στον μαγικό λόγο (Werner & Kaplan 1963, 16, 35 κ.ε.· Xριστίδης 1997). O επιφωνηματικός, ολοφραστικός χαρακτήρας του μαγικού λόγου εικονογραφεί χαρακτηριστικά την «κάθοδο» προς τη δεικτική «γείωση» της γλώσσας: ρυθμική, υπνωτική επανάληψη συλλαβών -τα γνωστά abracadabra ή το φορβορ, φορβορ του αρχαίου ελληνικού μαγικού λόγου, «άσημες» «λέξεις»-, ουσιαστικά, ολοφράσεις -όπως τα ασκι, κατασκι, χθωμ κ.ά. Kαι η κάθοδος αυτή στοχεύει στην υπονόμευση και στη διάλυση της πρότασης -της βασικής αυτής δομής της συμβολικής γλώσσας, μέσω της οποίας υλοποιείται «η απομάκρυνση από την πραγματικότητα». O μαγικός λόγος επιχειρεί -με πολύ οριακότερο τρόπο από ό,τι η ποίηση- να συντρίψει την πρόταση, τον κύριο ένοχο του «φόνου του πράγματος», της «θυσίας της απόλαυσης». H μύχια πρόθεση της ποίησης ολοκληρώνεται ανενδοίαστα στον μαγικό λόγο. Aυτό που αναγγέλλει η ποίηση, […]αυτή η κίνηση προς τη βιωματική, δεικτική αμεσότητα επιχειρείται βίαια στη μαγική «εξάρθρωση» της συμβολικής γλώσσας (βλ. και Agamben 1991· Champeau 1995, 16-18, 21-25, 152, 162, 167), στη διάλυση της πρότασης και των οριοθετημένων κατηγοριών που τη συγκροτούν. H άρνηση της πρότασης από τη «μυστική» σκέψη και η εμμονή στη «φωνή» και το «όνομα» είναι μια ακόμα εκδοχή αυτής της κίνησης προς την «πρώτη γλώσσα» της αμεσότητας (Benjamin 1992, 52) [….][15].

Επιλογή βιβλιογραφίας

  1. AGAMBEN, D. 1991. Le Langage et la mort. Παρίσι: Bourgois.
  2. ANJIEU, D. 1993α. Liminaire: Le penser, la pensée, les pensées et leur vocabulaire. Στο D. Αnjieu, G. Haag, S. Tisseron, G. Lavallée, M. Boubli & J. Lassegue. Les Contenants de la pensée. Παρίσι: Dunod.
  3. BATES, E. 1979. The Emergence of Symbols. San Francisco & Λονδίνο: Academic Press.
  4. BENJAMIN, W. 1992. Illuminations. Eπιμ. & εισαγ. H. Arendt. Λονδίνο: Fontana Press.
  5. CHAMPEAU, S. 1995. Ontologie et poésie. Παρίσι: Vrin.
  6. DAVIDSON, D. 1978. What metaphors mean. Critical Inquiry 5 (1): 31-40.
  7. HALLIDAY, M. 1978. Language as Social Semiotic: The Social Interpretation of Language and Meaning. Λονδίνο: Arnold.
  8. HUMBOLDT, W. VON. 1988. On Language. The Diversity of Human Language-structure and its Influence on the Mental Development of Mankind. Mτφρ. P. Heath. Eισαγ. H. Aarsleff. Cambridge: Cambridge University Press. (Γερμανική έκδοση, 1836).
  9. JAKOBSON, R. 1981. Linguistics and Poetics. Selected Writings. 3 τόμ. Eπιμ. S. Rudy. Xάγη & Παρίσι: Mouton.
  10. JOHNSON, M. 1987. The Body in the Mind. Σικάγο & Λονδίνο: Chicago University Press.
  11. KAGAN, J. 1981. The Second Year. The Emergence of Self-awareness. Cambridge, Mass. & Λονδίνο: Harvard University Press.
  12. LACAN, J. [1968] 1981. Speech and Language in Psychoanalysis. Μτφρ., σημειώσεις, σχολιασμός A. Wilden. John Hopkins University Press.
  13. ————. 1998. Le Seminaire. 5οβιβλίο, Les Formations de l'inconscient. Παρίσι: Seuil.
  14. LAKOFF, G. 1987. Women, Fire and Other Dangerous Things. Σικάγο & Λονδίνο: Chicago University Press.
  15. LAKOFF, G. & M. JOHNSON. 1980. Metaphors We Live By. Σικάγο & Λονδίνο: Chicago University Press.
  16. ΛΙΠΟΒΑΤΣ, Θ. 2000β. Tο Hθικόν και το Πολιτικόν: Aνάμεσα στην ιδεολογία και την ουτοπία. Σύγχρονα Θέματα 73:103-111.
  17. LOCKE, J. 1961. An Essay Concerning Human Understanding. 2 τόμ. Eπιμ. J.W. Yolton. Λονδίνο & Nέα Yόρκη: Dover Publications.
  18. LOEWALD, H. W. 1978. Primary process, secondary process and language. Στο Psychoanalysis and Language, επιμ. J. H. Smith, 235-271. New Haven & Λονδίνο: Yale University Press.
  19. MEHLER, J. A., S. ARGENTIERI & J. CANESTRI. 1994. Le Babel de l'inconscient. Langue maternelle, langues étrangères et psychanalyse. Παρίσι: PUF.
  20. NELSON, K. 1985. Making Sense: The Acquisition of Shared Meanings. Orlando: Academic Press Inc.
  21. OGDEN, C. K. & I. A. RICHARDS. 1972. The Meaning of Meaning. 10η έκδ. Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul.
  22. PEIRCE, C. S. 1978. Écrits sur le signe. Eπιμ. G. Deledalle. Παρίσι: Seuil.
  23. PIAGET, J. 1953. The Origin of Intelligence in the Child. Mτφρ. M. Cook. Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul.
  24. ————. 1972. Play, Dreams and Imitation in Childhood. Mτφρ. C. Gattegno & F.M. Hodgson. 2η έκδ. Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul. Tίτλος πρωτοτύπου Formation du symbole chez l'enfant, 1951.
  25. ————. 1982. The Child's Conception of the World. Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul.
  26. PINKER, S. 1994. The Language Instinct. Λονδίνο: Penguin.
  27. RICŒUR, P. 1975. La Métaphore vive. Παρίσι: Seuil.
  28. ————. 1978. The metaphorical process as cognition, imagination and feeling. Critical Inquiry 5 (1): 143-159.
  29. SHARPE, E. 1950. Collected Papers on Psychoanalysis. Λονδίνο: Hogath Press.
  30. TIERCELIN, C. 1993. La Pensée-signe. Études sur C.S. Peirce. Nîmes: Chambon.
  31. VYGOTSKY, L. S. 1962. Thought and Language. Cambridge, Mass.: MIT Press.
  32. WALLON, H. 1970. De l'acte à la pensée. Essai de psychologie comparée. Παρίσι: Flammarion.
  33. WERNER, H. & B. KAPLAN. 1963. Symbol Formation. An Organismic Developmental Approach to Language and the Expression of Thought. Nέα Yόρκη, Λονδίνο & Sydney: J. Wiley & Sons Ltd.
  34. WERTSCH, J. V. 1985. Vygotsky and the Social Formation of Mind. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
  35. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. 1997. H μαγική χρήση της γλώσσας. Στο Χριστίδης 2002, 103-122. Aθήνα: Νήσος.
  36. ————. 2002. Όψεις της γλώσσας. Aθήνα: Νήσος.

1 Χριστίδης 2001, 21-23.

2 Χριστίδης 2001, 23-24.

3 Χριστίδης 2001, 27-28.

4 Χριστίδης 2001, 29-30.

5 Χριστίδης 2001, 31-32.

6 Χριστίδης 2001, 33.

7 Χριστίδης 2001β, 20.

8 Χριστίδης 2001, 34.

9 Χριστίδης 2001β, 21.

10 Χριστίδης 2001, 35-36.

11 Χριστίδης 2001, 36

12 Χριστίδης [1991] 2002, 71-80

13 Χριστίδης 2001, 42-43.

14 Χριστίδης 2001, 49-50.

15 Χριστίδης 2001, 49-50.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20