ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Saussure,. F. de 1979. Mαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας
- Χριστίδης, Α.-Φ. [1991] 2002. Λέξη και κείμενο.
- Martinet, A. 1976. Στοιχεία γενικής Γλωσσολογίας.
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2002. Περί της φύσης των ειδικών: Απάντηση στην κ. Κιντή.
- Χριστίδης, Α.-Φ. [1995] 2002. Δεικτικότητα.
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2002. Όψεις της μεταφοράς, σελ. 155-156.
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2002. Όψεις της μεταφοράς, σελ. 156-157.
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Η φύση της γλώσσας.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Όψεις της γλώσσας
Α.-Φ. Χριστίδης
Martinet, A. 1976. Στοιχεία γενικής Γλωσσολογίας.
Μτφρ. Α. Χαραλαμπόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλίδη], σελ. 9-12.© Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλίδη]Η διπλή άρθρωση του λόγου
Ακούμε συχνά να λέγεται ότι ο ανθρώπινος λόγος είναι έναρθρος. Αυτοί που εκφράζονται έτσι θα δυσκολεύονταν πιθανόν να προσδιορίσουν τι ακριβώς εννούν μ' αυτό. Είναι όμως αναμφίβολο ότι ο όρος αυτός αντιστοιχεί σε ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει πράγματι όλες τις γλώσσες. Καλό είναι πάντως να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτή την έννοια της άρθρωσης του λόγου και να σημειώσουμε ότι εκδηλώνεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα: πράγματι, καθεμιά από τις μονάδες που προκύπτουν από μια πρώτη άρθρωση αρθρώνεται με τη σειρά της σε μονάδες ενός άλλου τύπου.
Η πρώτη άρθρωση του λόγου είναι αυτή κατά την οποία κάθε δεδομένο της εμπειρίας που έχουμε να μεταδώσουμε, κάθε ανάγκη μας που επιθυμούμε να γνωστοποιήσουμε στον άλλο αναλύονται σε μια σειρά από μονάδες που καθεμιά έχει μια φωνητική μορφή και μια έννοια. Αν υποφέρω από πονοκέφαλο, μπορώ να εκδηλώσω το πράγμα με κραυγές. Αυτές οι κραυγές μπορεί να είναι αθέλητες. Σ' αυτή την περίπτωση αφορούν τη φυσιολογία. Μπορεί επίσης να είναι λίγο πολύ θελημένες και ν' αποβλέπουν στο να γνωστοποιήσουν στο περιβάλλον μου ότι υποφέρω. Αυτό όμως δεν αρκεί για ν' αποτελέση γλωσσική επικοινωνία. Κάθε τέτοια κραυγή είναι αδύνατο να αναλυθή και αντιστοιχεί στο σύνολο, μη αναλύσιμο επίσης, του αισθήματος του πόνου. Τελείως διαφορετική είναι η κατάσταση, αν προφέρω τη φράση πονάει το κεφάλι μου. Εδώ καμιά από τις τέσσερεις διαδοχικές μονάδες πονάει, το, κεφάλι, μου δεν αντιστοιχεί σε ό,τι αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πόνου μου. Την καθεμιά είναι δυνατό να τη συναντήσουμε σε άλλα, εντελώς διαφορετικά, συμφραζόμενα για να μεταδώση άλλα δεδομένα της εμπειρίας: το πονάει π.χ. το βρίσκουμε στο η μάνα πονάει τα παιδιά της, και το κεφάλι στο είναι αγύριστο κεφάλι. Αντιλαμβάνεται κανείς τι οικονομία αντιπροσωπεύει η πρώτη άρθρωση: θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ένα σύστημα επικοινωνίας όπου, σε μια ορισμένη κατάσταση, σε ένα δεδομένο της εμπειρίας, θ' αντιστοιχούσε μια ιδιαίτερη κραυγή. Αρκεί όμως ν' αναλογιστούμε την άπειρη ποικιλία αυτών των καταστάσεων και αυτών των δεδομένων της εμπειρίας, για να καταλάβουμε ότι, αν ένα τέτοιο σύστημα προοριζόταν να μας εξυπηρετήσει όπως μας εξυπηρετούν οι γλώσσες μας, θα έπρεπε να αποτελήται από έναν τόσο μεγάλο αριθμό ξεχωριστών σημείων, που η μνήμη του ανθρώπου θα αδυνατούσε να συγκρατήση. Μερικές χιλιάδες μονάδων όπως κεφάλι, το, μου, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ευρύτατους συνδυασμούς, μας επιτρέπουν να μεταδώσουμε πολύ περισσότερα πράγματα απ' ό,τι θα μας επέτρεπαν εκατομμύρια άναρθρες κραυγές διαφορετικές μεταξύ τους.
Η πρώτη άρθρωση είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η κοινή σε όλα τα μέλη μιας ορισμένης γλωσσικής κοινότητας εμπειρία. Η γλωσσική επικοινωνία είναι δυνατή μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της εμπειρίας που περιορίζεται αναγκαστικά σε ό,τι είναι κοινό σε ένα σημαντικό αριθμό ατόμων. Η πρωτοτυπία της σκέψης δεν μπορεί να εκδηλωθή παρά μέσο μιας απροσδόκητης διευθέτησης των μονάδων. Η προσωπική εμπειρία, που στη μοναδικότητά της είναι αμετάδοτη, αναλύεται σε μια διαδοχή μονάδων, που καθεμιά έχει μικρή εξειδίκευση και είναι γνωστή σε όλα τα μέλη της κοινότητας. Μεγαλύτερη εξειδίκευση θα πετύχουμε μόνο με την προσθήκη νέων μονάδων, π.χ. με την προσθήκη επιθέτων σε ένα ουσιαστικό, επιρρημάτων σε ένα επίθετο, και γενικά διάφορων προσδιορισμών σε ένα προσδιοριζόμενο.
Καθεμιά από τις μονάδες της πρώτης άρθρωσης παρουσιάζει, όπως ειδαμε, ένα νόημα και μια φωνητική μορφή. Δεν είναι δυνατό να αναλυθή σε μικρότερες διαδοχικές μονάδες που να έχουν ένα νόημα: το σύνολο κεφάλι σημαίνει «κεφάλι», και δεν μπορούμε ν' αποδώσουμε σε καθένα από τα τεμάχια κε-, -φά-, -λι ξεχωριστές σημασίες, που το άθροισμά τους θα ισοδυναμούσε με το «κεφάλι». Μπορεί όμως η φωνητική μορφή ν' αναλυθή σε διαδοχικές μονάδες, που καθεμιά τους συμβάλλει στο να διακρίνουμε το κεφάλι, π.χ., από το κεφάτη. Είναι αυτό που θα ονομάσουμε δεύτερη άρθρωση του λόγου. Στην περίπτωση του κεφάλι αυτές οι μονάδες είναι έξι, και μπορούμε να τις παραστήσουμε με τα σύμβολα kefali τοποθετημένα συμβατικά μέσα σε πλάγιες γραμμές /kefali/. Αντιλαμβάνεται κανείς τι οικονομία αντιπροσωπεύει για τη γλώσσα αυτή η δεύτερη άρθρωση: αν για κάθε ελάχιστη σημασιολογική μονάδα ήμασταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε ένα ειδικό, μη αναλύσιμο φωνητικό προϊόν, θα έπρεπε να μπορούμε να διακρίνουμε χιλιάδες τέτοια, πράγμα που θα ήταν ασυμβίβαστο με τις αρθρωτικές δυνατότητες και την ακουστική ευαισθησία του ανθρώπου. Χάρη στη δεύτερη άρθρωση οι γλώσσες μπορούν ν' αρκεστούν σε μερικές δεκάδες μόνο ξεχωριστών φωνητικών προϊόντων, που τα συνδυάζουμε για να πάρουμε τη φωνητική μορφή των μονάδων της πρώτης άρθρωσης: η σημασιολογική μονάδα τότε, π.χ., χρησιμοποιεί δύο φορές τη φωνητική μονάδα που παριστάνουμε με /t/, και από μια φορά τις μονάδες που παριστάνουμε με /o/ και /e/.