Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Απόκτηση της γλώσσας [Α3] 

Δήμητρα Κατή (2001) 

Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να μιλούν και πώς πλουτίζουν με τον χρόνο τις γλωσσικές τους ικανότητες; Το ερώτημα αυτό βρέθηκε, από το 1960 και μετά, στο επίκεντρο της προβληματικής των επιστημόνων της γλώσσας, οι οποίοι το απάντησαν διαφορετικά ανάλογα με τη θεωρία της γλώσσας που ασπάζονταν (βλ.Κατή 1989, σελ. 1134-1137)· 1992α· 2001· Πήτα, Ρ. 1998, σελ. 125-133· Miller 1995· Slobin 1992· Πόρποδας 1984).

Αποδεχόμενοι τη θεμελιακή υπόθεση της γλωσσολογίας (του κυρίαρχου ειδικότερα ρεύματος του στρουκτουραλισμού) ότι γλώσσα είναι ένας κώδικας σημείων, πολλοί στράφηκαν στο να περιγράψουν και να εξηγήσουν πώς μαθαίνει το παιδί αυτόν τον κώδικα. Πιο συγκεκριμένα, πώς αποκτά γνώση των τριών βασικών επιπέδων οργάνωσης του γλωσσικού συστήματος: του φωνολογικού επιπέδου (Κατή 1991· 1992α), που αφορά την οργάνωση των ήχων, του γραμματικού επιπέδου (Κατή 1989β· 1990, σελ. 1235-1236, 1990, σελ. 3208-3209, · 1992α· 1992β), που αφορά τη σύνταξη και τις γραμματικές κλίσεις· τέλος, του σημασιολογικού επιπέδου (Κατή 1992α· 1992γ· Clark 1992), που αφορά την οργάνωση των νοημάτων σε συνθετικά λέξεων, λέξεις και προτάσεις. Γενικό συμπέρασμα της σχετικής έρευνας ήταν ότι ο γλωσσικός κώδικας μαθαίνεται εκπληκτικά γρήγορα, δηλαδή πριν το τέλος της προσχολικής ηλικίας, χωρίς μάλιστα συστηματική διδασκαλία του εκ μέρους των ενηλίκων.

Πιο αναλυτικά, οι φωνολογικές αρχές μιας γλώσσας αποκτώνται νωρίς. Τα παιδιά αναγνωρίζουν τα φωνήματα της γλώσσας τους και τους δυνατούς συνδυασμούς τους πριν το τέλος του τρίτου χρόνου της ζωής, ενώ η άρθρωσή τους προσεγγίζει αυτή των ενηλίκων πριν το τέλος του πέμπτου χρόνου. Η ανάπτυξη γνώσεων για τη σημασιολογική οργάνωση της γλώσσας συνεχίζεται βέβαια σε όλη μας τη ζωή. Ακόμη και σε αυτό το επίπεδο, ωστόσο, τα παιδιά αποκτούν σχετικά νωρίς όχι μόνο ένα αξιοσημείωτο λεξιλόγιο αλλά και κανόνες παραγωγής λέξεων, όπως και κάποια γνώση των σχέσεων (αντίθεσης, ιεραρχίας κλπ.) ανάμεσα στις λέξεις. Το συμπέρασμα για την πρώιμη μάθηση του γλωσσικού κώδικα εντυπωσιάζει περισσότερο στο πεδίο της γραμματικής, το οποίο θεωρείται (από το κυρίαρχο θεωρητικό ρεύμα της γλωσσολογίας) πυρήνας του γλωσσικού κώδικα. Θεμελιώνεται καταρχήν στην παρατήρηση ότι τα παιδιά δεν παραβιάζουν βασικές γραμματικές αρχές στην ομιλία τους, όπως τον συντακτικό κανόνα της ελληνικής ότι το άρθρο προηγείται του ουσιαστικού. Τα γραμματικά λάθη αφορούν συνήθως κανόνες με εξαιρέσεις, όπως τον κανόνα κλίσης της ελληνικής σύμφωνα με τον οποίο οι παρελθοντικοί χρόνοι του ρήματος σχηματίζονται και με βάση την αύξηση ε-. Σημασία έχει ότι οι αποκλίσεις της ομιλίας των παιδιών από τη γραμματική νόρμα που ακούν, δεν είναι τυχαίες. Δείχνουν αντιθέτως ότι τα παιδιά έχουν ανακαλύψει στην ομιλία που ακούν τους γραμματικούς της κανόνες, τους οποίους εφαρμόζουν δημιουργικά στη δική τους ομιλία. Δεν αναπαράγουν λοιπόν παθητικά τις γλωσσικές εκφράσεις που ακούν, όπως φαίνεται κατεξοχήν από το ότι ομαλοποιούν τις ανωμαλίες της γραμματικής. Έχοντας λ.χ. ανακαλύψει τον κανόνα της παρελθοντικής αύξησης, τον χρησιμοποιούν και στα ανώμαλα ρήματα, στις εξαιρέσεις δηλαδή του κανόνα που παίρνουν αρχαΐζουσα αύξηση, σχηματίζοντας τύπους όπως έθελε αντί για ήθελε.

Τα ευρήματα για τις προχωρημένες γλωσσικές ικανότητες των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, σε συνδυασμό με ορισμένες παραδοχές της γλωσσολογικής θεωρίας για το τί είναι γλώσσα, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η απόκτηση της ικανότητας λόγου από το παιδί είναι ένα δώρο της φύσης. Πιο συγκεκριμένα, το κυρίαρχο θεωρητικό ρεύμα της γλωσσολογίας (ο φορμαλιστικός στρουκτουραλισμός) διατείνεται ότι οι αρχές οργάνωσης του γλωσσικού κώδικα είναι αφηρημένες και διέπονται επίσης από μια ιδιαίτερη ενδογλωσσική λογική. Όσο κι αν οι ενήλικες τις κατέχουν, δεν τις συνειδητοποιούν και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να τις διδάξουν ρητά στα παιδιά. Το γεγονός επίσης ότι οι αρχές αυτές δεν επηρεάζονται από εξωγλωσσικούς παράγοντες όπως η αντίληψη, η νόηση, η πράξη και η κοινωνική οργάνωση, συνεπάγεται ότι τα παιδιά δεν μπορούν να στηριχτούν στα νοήματα και στις χρήσεις της γλώσσας για να ανακαλύψουν την αφηρημένη της δομή. Καθίσταται έτσι απαραίτητο να υποθέσουμε μια ιδιαίτερη βιολογική προικοδότησή τους για τη μάθηση της γλώσσας, τον λεγόμενο μηχανισμό απόκτησης της γλώσσας.

Διαφορετικές περιγραφές και ερμηνείες της γλωσσικής ανάπτυξης βασίστηκαν καταρχήν στην παραδοχή ότι η ικανότητα λόγου δεν περιορίζεται στη γνώση του γλωσσικού κώδικα. Απαρτίζεται, αντιθέτως, από ποικίλες ικανότητες, ορισμένες μόνο από τις οποίες αφορούν τη γνώση (της φωνολογικής, γραμματικής και σημασιολογικής οργάνωσης) του κώδικα, ενώ άλλες αφορούν την ικανότητα χρήσης του κώδικα σε ποικίλες επικοινωνιακές περιστάσεις για να εκπληρωθούν ποικίλοι σκοποί. Μάλιστα, αυτά τα δύο είδη ικανοτήτων δεν θεωρούνται πάντα ανεξάρτητα. Μια αποτελεσματική σε κάθε περίσταση και για κάθε σκοπό οργάνωση του λόγου δεν αφορά μόνο τη σύνταξη λέξεων σε προτάσεις αλλά και τη σύνθεση προτάσεων σε ευρύτερες μονάδες λόγου. Τα παιδιά δεν χρειάζεται συνεπώς να μάθουν μόνο πώς να παράγουν λέξεις και προτάσεις της γλώσσας τους αλλά και πώς να επιλέγουν τις κατάλληλες λέξεις και προτάσεις για να συγκροτήσουν ευρύτερες μονάδες λόγου, δηλαδή προφορικούς και γραπτούς μονολόγους και διαλόγους όλων των ειδών.

Με αυτή την ευρύτερη οπτική της ικανότητας λόγου, οι ερευνητές στράφηκαν περισσότερο σε παιδιά μεγαλύτερα της προσχολικής ηλικίας και στο πώς μαθαίνουν αυτά να χειρίζονται ποικίλα είδη λόγου (ποικίλα είδη κειμένων, όπως αποκαλούνται στη γλωσσολογική ορολογία· βλ. Κατή 1992α). Η συγκρότηση κάθε κειμενικού είδους βασίζεται σε αρχές. Ορισμένες από αυτές τις αρχές εξαρτώνται από νοητικούς παράγοντες και είναι συχνά κοινές και σε άλλα είδη κειμένων. Κάθε είδος λόγου οφείλει λ.χ. να είναι κατανοητό, αρχή που επιβάλλει στον ομιλητή να σκεφτεί, μεταξύ άλλων, τι είδους πληροφορίες χρειάζεται να δώσει στον ακροατή και με ποια σειρά. Άλλες αρχές εξαρτώνται από κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες. Το άνοιγμα και το κλείσιμο ενός παραμυθιού λ.χ. σηματοδοτούνται από συμβατικές σε κάθε γλωσσική κοινότητα εκφράσεις όπως Μια φορά κι έναν καιρό. Συνοπτικά, για την αποτελεσματική συγκρότηση του λόγου τα παιδιά πρέπει να λάβουν υπόψη τις γνώσεις του ακροατή για το θέμα, τα συμφραζόμενα (κυρίως τίειπώθηκε πριν) και τη φυσική και κοινωνική περίσταση επικοινωνίας. Αλλιώς θα συγκροτηθεί ο λόγος όταν τα νοήματα δηλώνονται μόνο μέσα από λέξεις, όπως συμβαίνει συνήθως στον γραπτό λόγο, κι αλλιώς όταν δηλώνονται και από το άμεσο φυσικό περιβάλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις προφορικές συνομιλίες για το εδώ και το τώρα. Το τί θα ειπωθεί εξαρτάται, επίσης, και από κοινωνικές/πολιτισμικές συμβάσεις.

Η απόκτηση όλων αυτών των ικανοτήτων φαίνεται πως επηρεάζεται και από τη νοητική ωρίμανση και από την εμπειρία με συγκεκριμένα κειμενικά είδη. Σε γενικές γραμμές οι ικανότητες δόμησης αποτελεσματικών κειμένων αργούν να αναπτυχθούν και συνεχίζουν εφ' όρου ζωής να αναπτύσσονται. Τα παιδιά είναι περισσότερο επαρκή στο πιο συνηθισμένο στην καθημερινή ζωή κειμενικό είδος, την προφορική συνομιλία για το εδώ και το τώρα. Κατά τα άλλα, ο λόγος τους εμφανίζει προβλήματα, ακόμη και όταν χειρίζονται ένα οικείο στην καθημερινή ζωή είδος, όπως τα αφηγήματα (Stein 1992). Ακόμη και στα μέσα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, πολλά παιδιά δεν παρέχουν λ.χ. τις απαιτούμενες από τον ακροατή πληροφορίες που θα κάνουν κατανοητή την αφήγησή τους, δεν αποφεύγουν πλεονασμούς και δεν συγκεκριμενοποιούν λέξεις με αόριστη αναφορά όπως εκείνη. Άλλα κειμενικά είδη όπως η έκθεση επιχειρημάτων, ιδιαίτερα μάλιστα στον γραπτό λόγο, αναπτύσσονται αργότερα και συχνά διόλου επαρκώς. Η εκπαίδευση είναι ο πλέον κατάλληλος χώρος για την παροχή εμπειριών επικοινωνίας σε ασυνήθιστα στην καθημερινή ζωή κειμενικά είδη.

Στις διαφοροποιημένες από το κυρίαρχο ρεύμα αντιλήψεις για την ανάπτυξη του λόγου κυριαρχεί και μια δεύτερη θεμελιακή παραδοχή. Η δομή (ή οργάνωση) της γλώσσας δεν θεωρείται ανεξάρτητη από εξωγλωσσικές μεταβλητές, όπως η νόηση και η κοινωνία, και συνεπώς όχι και τόσο αφηρημένη. Υποτίθεται, αντιθέτως, ότι επηρεάζεται αρκετά από τα νοήματα που εκφράζει και από τις χρήσεις στις οποίες υπόκειται. Η γλωσσική ανάπτυξη δεν ερμηνεύεται έτσι αναγκαστικά ως ένα βιολογικά προκαθορισμένο ξεδίπλωμα ικανοτήτων, αλλά καθορίζεται αποφασιστικά από νοητικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Χαρακτηρίζεται μεν από εντυπωσιακά επιτεύγματα σχετικά νωρίς, αλλά συνεχίζεται εφ' όρου ζωής, ιδιαίτερα όσον αφορά ικανότητες συγκρότησης διαφορετικών ειδών λόγου. Καθώς οι τελευταίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία, επόμενο είναι να είναι διαφορετικές και σε κάθε κοινωνική-πολιτισμική ομάδα.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20