ελεύθερη ποικιλία / ελεύθερη εναλλαγή [free variation]
ελεύθερη ποικιλία / ελεύθερη εναλλαγή [free variation]
Ο όρος χαρακτηρίζει τη σχέση δύο γλωσσικών μονάδων οι οποίες, ενώ εμφανίζονται σε κοινά συμφραζόμενα και μπορούν να υποκαταστήσουν η μία την άλλη σε ένα δεδομένο περιβάλλον, δεν προκύπτει σημασιολογική διαφορά∙ δεν υφίσταται δηλαδή σχέση αντίθεσης . Π.χ. στο ζεύγος βαπόρι: παπόρι [va΄pori]: [pa΄pori] οι φθόγγοι [v] και [p] εναλλάσσονται αλλά δεν προκύπτει καμιά διαφορά στη σημασία : στο συγκεκριμένο περιβάλλον η σχέση είναι ελεύθερης ποικιλίας ή εναλλαγής και οι φθόγγοι ονομάζονται ελεύθερα εναλλασσόμενοι φθόγγοι. Αντίθετα, η υποκατάσταση των ίδιων φθόγγων σε άλλα περιβάλλοντα π.χ. βέρα: πέρα [΄vera]: [΄pera] επιφέρει αλλαγή στη σημασία: η σχέση είναι παραδειγματική σχέση αντίθεσης και οι φθόγγοι είναι φωνήματα , γιατί επιτελούν διακριτική λειτουργία. Η λειτουργία της ελεύθερης ποικιλίας εμφανίζεται τόσο στο γραμματικό επίπεδο (π.χ. οι μορφές {΄ame} {΄ume} στο ζεύγος αγαπ-άμε: αγαπ-ούμε) όσο και στο σημασιολογικό (π.χ. ο (παραδοσιακός) όρος συνωνυμία αποδίδει τη σχέση ελεύθερης ποικιλίας που υπάρχει στο ζεύγος λευκός: άσπρος).
Αν και παραδοσιακά η ελεύθερη ποικιλία θεωρήθηκε ότι δεν είχε ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες υποστήριξαν ότι μπορεί να αποτελεί δείκτη κοινωνικής ποικιλίας (ή κοινωνιολέκτου) , επιλογής συγκεκριμένου ύφους (προσεκτικού ή ανεπίσημου, σοβαρού ή χιουμοριστικού π.χ.) ή και δείκτη ένταξης σε μια διαλεκτική κοινότητα, σε περίπτωση π.χ. χρησιμοποίησης διαλεκτικού χαρακτηριστικού από ένα ομιλητή της πρότυπης : με δίνεις έναντι μου δίνεις.
Πηγές
- Lyons, J. 1968. Introduction to Theoretical Linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.