πρότυπη γλώσσα [standard language]
πρότυπη γλώσσα [standard language]
Η ποικιλία της γλώσσας που έχει προκύψει από τη διαδικασία της τυποποίησης και χρησιμοποιείται στους κρατικούς θεσμούς, τη διοίκηση, την εκπαίδευση, τη δημόσια επικοινωνία κλπ. ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Συνήθως επιλέγεται για να αναδειχθεί ως πρότυπη, η διάλεκτος η οποία, για ιστορικούς λόγους, απέκτησε ηγεμονικό ρόλο, π.χ. η πρότυπη ελληνική στηρίζεται στην πελοποννησιακή διάλεκτο, η πρότυπη αγγλική στη διάλεκτο του Λονδίνου κλπ. Για τη γλωσσολογία οι γλώσσες δεν αξιολογούνται σε δομικά ανώτερες και δομικά κατώτερες. Για τους ομιλητές, ωστόσο, οι πρότυπες μορφές γλώσσας συνδέονται με αξιολογικές στάσεις , ακριβώς επειδή διαθέτουν ιδιαίτερο κοινωνικό κύρος. Η πρότυπη γλώσσα στηρίζεται στην ύπαρξη μιας σαφώς προσδιορισμένης νόρμας και της αποδοχής της από τους ομιλητές ως μέσου επικοινωνίας προφορικής και κυρίως γραπτής, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα ενοποιητικούς στόχους στο πλαίσιο του κράτους.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)