επίσημη γλώσσα [official language]
επίσημη γλώσσα [official language]
Η γλώσσα που αναγνωρίζεται επίσημα, δηλαδή είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη ως γλώσσα όλων των διοικητικών λειτουργιών ενός κράτους. Π.χ. επίσημη γλώσσα της Ελλάδας είναι η ελληνική, της Αγγλίας η αγγλική, της Ελβετίας η γαλλική, η γερμανική και η ιταλική, κλπ. Συνήθως ως επίσημη επιλέγεται μια γλώσσα που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό τυποποίησης , έχει δηλαδή αναδειχθεί σε πρότυπη γλώσσα. Η επιλογή μιας γλώσσας ως επίσημης καθορίζεται από παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και, ενώ στον δυτικό κυρίως κόσμο εθνική και επίσημη γλώσσα συνήθως συμπίπτουν, υπάρχουν περιπτώσεις (Ασία, Αφρική), όπου η πλειοψηφία του λαού μιλά διαφορετική γλώσσα από αυτήν που έχει επιβληθεί ως επίσημη. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και η καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας κατά τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)