νόρμα [norm]
νόρμα [norm]
Η γλωσσική ποικιλία που αναγνωρίζεται ως πρότυπο ή κανόνας για την παραγωγή κυρίως του γραπτού και δευτερευόντως του προφορικού λόγου. Συνήθως πρόκειται για την επίσημη γλώσσα ενός κράτους.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)