ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ9


Ρ9α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.ιδρύωιδρύειςιδρύειιδρύο(υ)μειδρύετειδρύουν
 προστ. ίδρυε  ιδρύετε 
 μτχ.ιδρύοντας     
πρτ.οριστ.ίδρυαίδρυεςίδρυειδρύαμειδρύατείδρυαν
αόρ.οριστ.ίδρυσαίδρυσεςίδρυσειδρύσαμειδρύσατείδρυσαν
 υποτ.ιδρύσωιδρύσειςιδρύσειιδρύσο(υ)μειδρύσετειδρύσουν
 προστ. ίδρυσε  ιδρύστε 
 απαρέμφ.ιδρύσει     
πρκ.οριστ.έχω ιδρύσει (ή έχω ιδρυμένο)
 υποτ.να έχω ιδρύσει (ή να έχω ιδρυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα ιδρύω
στιγμ. μέλλ. θα ιδρύσω
υπερσ. είχα ιδρύσει (ή είχα ιδρυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω ιδρύσει (ή θα έχω ιδρυμένο)
Ρ9β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.ιδρύομαιιδρύεσαιιδρύεταιιδρυόμαστειδρύεστειδρύονται
 προστ. (ιδρύου)  (ιδρύεστε) 
πρτ.οριστ.ιδρυόμουνιδρυόσουνιδρυότανιδρυόμαστανιδρυόσαστανιδρύονταν
αόρ.οριστ.ιδρύθηκαιδρύθηκεςιδρύθηκειδρυθήκαμειδρυθήκατειδρύθηκαν
 υποτ.ιδρυθώιδρυθείςιδρυθείιδρυθούμειδρυθείτειδρυθούν
 προστ. ιδρύσου  ιδρυθείτε 
 απαρέμφ.ιδρυθεί     
πρκ.οριστ.έχω ιδρυθεί (ή είμαι ιδρυμένος)
 υποτ.να έχω ιδρυθεί (ή να είμαι ιδρυμένος)
 μτχ.ιδρυμένος
εξακολ. μέλλ. θα ιδρύομαι
στιγμ. μέλλ. θα ιδρυθώ
υπερσ. είχα ιδρυθεί (ή ήμουν ιδρυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ιδρυθεί (ή θα είμαι ιδρυμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53