ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ2


Ρ2.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.δροσίζωδροσίζειςδροσίζειδροσίζο(υ)μεδροσίζετεδροσίζουν
 προστ. δρόσιζε  δροσίζετε 
 μτχ.δροσίζοντας     
πρτ.οριστ.δρόσιζαδρόσιζεςδρόσιζεδροσίζαμεδροσίζατεδρόσιζαν
αόρ.οριστ.δρόσισαδρόσισεςδρόσισεδροσίσαμεδροσίσατεδρόσισαν
 υποτ.δροσίσωδροσίσειςδροσίσειδροσίσο(υ)μεδροσίσετεδροσίσουν
 προστ. δρόσισε  δροσίστε 
 απαρέμφ.δροσίσει     
πρκ.οριστ.έχω δροσίσει (ή έχω δροσισμένο)
 υποτ.να έχω δροσίσει (ή να έχω δροσισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα δροσίζω
στιγμ. μέλλ. θα δροσίσω
υπερσ. είχα δροσίσει (ή είχα δροσισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω δροσίσει (ή θα έχω δροσισμένο)
Ρ2.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.δροσίζομαιδροσίζεσαιδροσίζεταιδροσιζόμαστεδροσίζεστεδροσίζονται
 προστ. (δροσίζου)  (δροσίζεστε) 
πρτ.οριστ.δροσιζόμουνδροσιζόσουνδροσιζότανδροσιζόμαστανδροσιζόσαστανδροσίζονταν
αόρ.οριστ.δροσίστηκαδροσίστηκεςδροσίστηκεδροσιστήκαμεδροσιστήκατεδροσίστηκαν
 υποτ.δροσιστώδροσιστείςδροσιστείδροσιστούμεδροσιστείτεδροσιστούν
 προστ. δροσίσου  δροσιστείτε 
 απαρέμφ.δροσιστεί     
πρκ.οριστ.έχω δροσιστεί (ή είμαι δροσισμένος)
 υποτ.να έχω δροσιστεί (ή να είμαι δροσισμένος)
 μτχ.δροσισμένος
εξακολ. μέλλ. θα δροσίζομαι
στιγμ. μέλλ. θα δροσιστώ
υπερσ. είχα δροσιστεί (ή ήμουν δροσισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω δροσιστεί ( ή θα είμαι δροσισμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53