ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ2.2


Ρ2.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αλλάζωαλλάζειςαλλάζειαλλάζο(υ)μεαλλάζετεαλλάζουν
 προστ. άλλαζε  αλλάζετε 
 μτχ.αλλάζοντας     
πρτ.οριστ.άλλαζαάλλαζεςάλλαζεαλλάζαμεαλλάζατεάλλαζαν
αόρ.οριστ.άλλαξαάλλαξεςάλλαξεαλλάξαμεαλλάξατεάλλαξαν
 υποτ.αλλάξωαλλάξειςαλλάξειαλλάξο(υ)μεαλλάξετεαλλάξουν
 προστ. άλλαξε  αλλάξτε 
 απαρέμφ.αλλάξει     
πρκ.οριστ.έχω αλλάξει (ή έχω αλλαγμένο)
 υποτ.να έχω αλλάξει (ή να έχω αλλαγμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αλλάζω
στιγμ. μέλλ. θα αλλάξω
υπερσ. είχα αλλάξει (ή είχα αλλαγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αλλάξει (ή θα έχω αλλαγμένο)
Ρ2.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.αλλάζομαιαλλάζεσαιαλλάζεταιαλλαζόμαστεαλλάζεστεαλλάζονται
 προστ. (αλλάζου)  (αλλάζεστε) 
πρτ.οριστ.αλλαζόμουναλλαζόσουναλλαζόταναλλαζόμασταναλλαζόσασταναλλάζονταν
αόρ.οριστ.αλλάχτηκααλλάχτηκεςαλλάχτηκεαλλαχτήκαμεαλλαχτήκατεαλλάχτηκαν
 υποτ.αλλαχτώαλλαχτείςαλλαχτείαλλαχτούμεαλλαχτείτεαλλαχτούν
 προστ. αλλάξου  αλλαχτείτε 
 απαρέμφ.αλλαχτεί     
πρκ.οριστ.έχω αλλαχτεί (ή είμαι αλλαγμένος)
 υποτ.να έχω αλλαχτεί (ή να είμαι αλλαγμένος)
 μτχ.αλλαγμένος
εξακολ. μέλλ. θα αλλάζομαι
στιγμ. μέλλ. θα αλλαχτώ
υπερσ. είχα αλλαχτεί (ή ήμουν αλλαγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αλλαχτεί ( ή θα είμαι αλλαγμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53