ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
4. Τα παράγωγα σε -της από ονόματα
§ 354. Το επίθημα -της (§ 339 κεξ.) δεν εξυπηρετεί μόνο το σχηματισμό για nomina agentis αλλά και την παραγωγή από ονόματα· η σημασία αφορά κατά κανόνα ένα αρσενικό πρόσωπο· το αντίστοιχο θηλυκό λήγει σε -τις, -τιδος (§ 341 και 382). Τα παλιότερα παραδείγματα παρουσιάζουν αυτό το -της ύστερα από κάθε είδους θέματα:
οἰκέτης 'σύνοικος, δούλος' (κλασ.) από το οἶκος 'σπίτι',
δημότης 'άνθρωπος του λαού· συνδημότης' (κλασ.) από το δῆμος 'λαός',
δεσμώτης 'φυλακισμένος' (κλασ.) από το δεσμός 'δεσμά',
Τεγεάτης 'κάτοικος της Τεγέας ',
ὑπηνήτης 'γενειοφόρος' (Όμ.) από το ὑπήνη 'γένι',
πολ ί̄̄ της (Όμ.) από το πόλις,
πρεσβ ύ̄ της 'γέροντας' (κλασ.) από το πρέσβυς 'ηλικιωμένος',
ναύτης (Όμ.) από το ναῦς 'πλοίο',
πολυβούτης 'πλούσιος σε κοπάδια βοδιών' (Όμ.) από το βοῦς 'βόδι'.
Σπανιότερα από συμφωνόληκτα θέματα:
κεράστης 'κερασφόρος' (κλασ.) από το κέρας 'κέρατο',
Ὀρέστης από το ὄρος 'βουνό'.
Για την έκταση της καταληκτικής συλλαβής του θέματος στα -ώτης, - ί̄ της, - ύ̄ της μπορούμε να παραβάλουμε το -ωτός από θέματα σε ο (§ 368) και το σχηματισμό του θέματος των συνηρημένων ρημάτων (§ 209)· σχετικά με την αντικατάσταση του μετονοματικού -της από το -τήρ -τωρ δες § 343 .
§ 355. Στους ιστορικούς χρόνους η σχηματιστική δύναμη του -της πέρασε στα συμπλέγματα -έτης, -ότης, -ώτης, - ά̄ της, -ήτης, - ί̄ της και προκάλεσε εκεί πολυάριθμους αναλογικούς σχηματισμούς, εν μέρει σε έντονα χαρακτηρισμένες σημασιολογικές ομάδες.
Αναλογικό -έτης: εὐνέτης 'σύζυγος' (τραγικοί) από το εὐνή 'κρεβάτι' κατά το γαμέτης 'σύζυγος' (κλασ.) από το γάμος· πρβ. επίσης φυλέτης 'της ίδιας φυλής' (κλασ.), που παρήχθη από το φῦλον, αλλά μπορούσε να συσχετιστεί και με το φυλή [158].
§ 356. Το -έτης πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις από το -ότης, καθώς επικράτησε το -ο- της βάσης, που υπερτερούσε κατά πολύ έναντι των τύπων με απόληξη ε. Το -ότης όμως όπως το -έτης χρησιμοποιείται μόνο με φειδώ, και μάλιστα στις σημασιολογικές σφαίρες της γεωργίας, κτηνοτροφίας, κυνηγιού και πολέμου: ἀγρότης (Όμ.) από το ἀγρός, τοξότης (Όμ.) από το τόξον. Δίπλα στο συνηθισμένο δημότης (§ 354) μαρτυρείται ακόμη σε μια διαλεκτική επιγραφή το παλιότερο δᾱμέτᾱς· αντίθετα, δίπλα στο οἰκέτης (§ 354) το οἰκότης εμφανίζεται μόνο σε μια λαϊκή αττική πινακίδα με κατάρες.
§ 357. Μεγαλύτερη αυτονομία απέκτησε το -ώτης· δηλώνει κατά προτίμηση 'κάποιον που βρίσκεται στο τάδε μέρος', και ιδίως τον κάτοικο μιας πόλης ή μιας περιοχής· από τα θέματα σε ο περνάει επίσης στα θέματα σε ᾱ.
Από θέματα σε ο: δεσμώτης (§ 354), ἠπειρώτης 'κάτοικος της ηπειρωτικής χώρας' (κλασ.) (Ἠπειρώτης 'κάτοικος της Ηπείρου'), θιασώτης 'μέλος ενός θιάσου ' (κλασ.).
Από θέματα σε ᾱ: στρατιώτης (κλασ.) από το στρατιά 'στράτευμα', Ἰταλιώτης 'Έλληνας από την Κάτω Ιταλία' από το Ἰταλία.
νησιώτης (κλασ.) ίσως από το νησ ί̄ ς -ῖδος 'νησάκι' (κλασ.· νησίον μόλις ελληνιστ.).
Σχετικά με την αναλογική επέκταση του -(ι) ά̄ της πρβ. Ἰ ά̄ της (ιων. Ἰήτης) 'κάτοικος της Ἴου ', Λεπρεάτης 'κάτοικος του Λεπρέου ', Σπαρτι ά̄ της 'κάτοικος της Σπάρτης ', Κροτωνιάτης 'κάτοικος του Κρότωνος '. Ἀρδεάτης δες § 358 .
§ 358. Όμως πιο αγαπητό απ' όλα έγινε το - ί̄ της. Για τα πολύ συχνά εθνικά σε - ί̄ της πρέπει να ευθύνονται δίπλα στο Συβαρίτης από το Σύβαρις οι σχηματισμοί σε -πολίτης όπως Νεοπολίτης από το Νέα Πόλις, Μεγαλοπολίτης από το Μεγάλη Πόλις (πρβ. § 146). Αναλογικοί σχηματισμοί: Ἀβδηρίτης από τα Ἄβδηρα (ουδ. πληθ.), Βορυσθενίτης 'πάροικος του Βορυσθένους ', Διδυμοτειχίτης 'κάτοικος του Διδύμου Τείχους ', και έτσι συχνά στα εθνικά με θέμα όχι σε ᾱ.
Και τα λατινικά εθνικά σε -ī s, -ī tis και τα σημιτικά σε -ī (θηλ. -ī t) αποδίδονται με το -ίτης (-ῖτις): Σαυνίτης = Samn ī s (από το Samnium), Ἰσραηλίτης Σαμαρίτης· αντίστοιχα Ἀρδεάτης = Arde ā s, -ā tis.
§ 359. Και για προσηγορικά το -ίτης επεκτάθηκε ιδιαίτερα σε θέματα σε ο-, ᾱ-, καθώς και σε συμφωνόληκτα:
ὁδίτης 'οδοιπόρος' (Όμ.) από το ὁδός 'δρόμος',
ὁπλίτης 'βαριά οπλισμένος' (κλασ.) από το ὅπλον,
τεχνίτης 'καλλιτέχνης' (κλασ.) από το τέχνη,
Θερσίτης 'θρασύς' (Όμ.) από το *θέρσος, ουδ. (πρβ. Ἁλιθέρσης· νεότερο θάρσος θράσος όπως βάθος αντί για βένθος),
ζευγίτης 'μέλος της τρίτης τάξης Αθηναίων πολιτών, που κατέχει μόνο ένα ζευγάρι ζώα (ζεῦγος ουδ.)',
ἀσπιδίτης 'ασπιδοφόρος' (Σοφ.) από το ἀσπίς 'ασπίδα',
θωρακίτης 'θωρακοφόρος' (ελληνιστ.) από το θώραξ 'θώρακας'.
Ανάλογα με τη σημασία παρουσιάζονται στο -ίτης παρόμοιες ομάδες με το -ίας (§ 288):
πιτυρίτης 'πιτουρόψωμο' (Αθήναιος), πρβ. πιτυρίας § 288 ,
ἀναδενδρίτης οἶνος 'κρασί από κλήματα αναρριχώμενα σε δέντρα' (ελληνιστ.) από το δένδρον 'δέντρο',
μαργαρίτης και μαργαρῖτις ενν. (ὁ, ἡ) λίθος 'μαργαριτάρι' (ελληνιστ.) δίπλα στα μάργαρον, μάργαρος, μαργαροφορεῖν κτλ.,
πυρίτης 'πυρόλιθος, τσακμακόπετρα' (Διοσκορ.) από το πῦρ 'φωτιά',
αἱματίτης 'αιματόλιθος, αιματίτης' (Διοσκορ.) από το αἷμα·
anthrac ī t ē s 'ένα είδος αιματίτη' (Πλίνιος) από το ἄνθραξ 'κάρβουνο, ρουμπίνι',
πρβ. επίσης γερμ. Dynamit, Lyddit κτλ.
§ 360. Τα θηλυκά σε -ῖτις συνηθίζονται μέχρι σήμερα στην ιατρική ορολογία για ονομασίες ασθενειών: από ένα θέμα σε ι ῥαχῖτις (ῥάχις 'σπονδυλική στήλη'), από άλλα θέματα π.χ. ἀρθρῖτις (ἄρθρον 'μέλος'), ἡπατῖτις (ἧπαρ ἥπατος 'συκώτι')· πρβ. ακόμη Appendicitis 'σκωληκοειδίτιδα' από το λατ. appendix 'προσάρτημα'.
158 Με αυτό το -έτης δεν πρέπει να συγχέονται τα nomina agentis σε -έτης, που προέρχονται συνήθως από δισύλλαβες βάσεις (αἰειγενέτης 'γεννημένος αθάνατος' Όμ. από το γενε- όπως γενετήρ και γενέτωρ 'πατέρας', γένεσις 'γέννηση'), μερικές φορές όμως σχηματίζονται από ενεστωτικά θέματα (ὀφειλέτης (κλασ.) από το ὀφείλειν 'χρωστώ').