Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

6. -τᾱτ-, -τητ-

§ 364. Όπως δείχνει ήδη το λατινικό -t ā t ( i )-, το επίθημα αυτό είναι αρχαία κληρονομιά για αφηρημένα ονόματα που δηλώνουν ιδιότητα. Η ελληνική αποκλίνει από τον αρχικό τρόπο χρήσης μόνον ως προς το ότι συστηματικά μεταφέρει στα συμφωνόληκτα θέματα την απόληξη -ότης, που προέρχεται από παράγωγα θεμάτων σε ο· σχετικά με το -ο- πρβ. § 361 . Ως βάσεις συναντούμε επίθετα και, σπανιότερα, ουσιαστικά, επειδή αυτά είναι λιγότερο κατάλληλα ως βάσεις αφηρημένων ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα:

θεότης 'θεότητα' (ελληνιστ.) από το θεός, ἀδελφότης 'αδελφότητα' (ελληνιστ.· με μετεξέλιξη προς μια πιο συγκεκριμένη-περιληπτική σημασία) από το ἀδελφός· πρβ. λατ. civitas 'πολιτεία' (αφηρημένο και περιληπτικό) από το civis 'πολίτης'.

Από επίθετα με θέμα σε ο (πολύ αγαπητό στους ελληνιστικούς νεολογισμούς):

κακότης 'δειλία, κακία' (Όμ.) από το κακός 'δειλός, κακός',

ματαιότης 'μηδαμινότητα' (ελληνιστ.) από το μάταιος 'μηδαμινός',

μεγαλειότης 'μεγαλοπρέπεια' (ελληνιστ.) από το μεγαλεῖος 'μεγαλοπρεπής'.

Από επίθετα με θέμα σε υ:

τραχύτης [160]'τραχύτητα, σκληράδα' (κλασ.) από το τραχύς,

γλυκύτης 'γλυκύτητα' (κλασ.) από το γλυκύς.

§ 365. -ότης από συμφωνόληκτα θέματα:

μελανότης 'μαυρίλα' (ελληνιστ.) από το μελαν- 'μαύρος' κατά το αντώνυμο λευκός: λευκότης·

παντότης 'ολότητα' (στο νεοπλατωνικό Δαμάσκιο) από το παντ- 'όλος' κατά το συνώνυμο ζεύγος ὅλος: ὁλότης,

ἀφελότης 'απλότητα' (ελληνιστ.) από το ἀφελής 'απλός' π.χ. κατά τα ἁπλότης 'απλότητα' από το ἁπλοῦς, μεγαλειότης από το μεγαλεῖος (δες παραπάνω).

160 Η αττική διατήρησε λείψανα μιας παλιάς διαφοράς στον τονισμό τραχυτής - κακότης· έτσι και στον Όμηρο βραδυτής σύμφωνα με τον Αρίσταρχο· αττ. ακόμη και κουφοτής 'ελαφράδα' κατά το βαρυτής 'βαρύτητα'. Σχετικά με την αποφυγή τονισμού ενός βραχέος υ πρβ. § 150.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20