Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

4. Το α΄ συνθετικό είναι επίρρημα που δεν εμφανίζεται πια ως ανεξάρτητο

§ 54. α) Μια άρνηση: ἀ-, ἀν- (ἀνα-, ἀα-), νε-, νη-. Η συχνότερη άρνηση με σύνθετο είναι με το ἀ-, το λεγόμενο στερητικό, που φωνητικά και σημασιολογικά αντιστοιχεί στο λατ. in -, το γερμανικό un -: ἄ-δικος, πρβ. λατ. in - i ū stus ,γερμ. un - gerecht 'άδικος'. Πρόκειται ασφαλώς για τον επικρατέστερο τύπο σύνθεσης της ελληνικής γλώσσας σ' όλες τις φάσεις της. Πριν από φωνήεν παίρνει τη μορφή ἀν-: ἀν-άριθμος κτλ. Πριν από αρχικό Ϝ τα παλιότερα (ομηρικά) παραδείγματα διατηρούν το ἀ-: ἄ-ιδρις 'αδαής' (ρίζα Ϝιδ-), ἀ-εικής 'απρεπής' (αργότερα συναιρέθηκε σε αἰκής), ἀ-εργός (αργότερα ἀργός) 'άεργος, οκνηρός'· επειδή πολλά από αυτά τα σύνθετα έτυχε ν' αρχίζουν με ἀ-ο- (ἄ-οινος, ἄ-οικος, ἀ-όρατος· όλα με αρχικό -Ϝο-), η χασμωδία ἀ-ο- θεωρήθηκε φυσιολογική και, ιδίως κατά την ύστερη κλασική περίοδο, απαντούν το ἄ-οδμος (ἄ-οσμος) πλάι στο ἄν-οδμος (ἄν-οσμος) 'άοσμος' (ρίζα ὀδ-, πρβ. λατ. odor), το ἄ-οζος δίπλα στο ἄν-οζος 'χωρίς κλαδιά' (ὄζος πρβ. γερμ. Ast), ἄ-ορνος 'χωρίς πουλί' (η λέξη ὄρνις είναι συγγενική με τη γερμανική Aar 'αετός').

§ 55. Η στερητική χρήση του ἀνα- είναι μόνο φαινομενική: οι λέξεις ἀνάεδνος 'χωρίς προίκα' (Όμ.) και ἀνάελπτος 'ανέλπιστος' (Ησίοδος Θεογονία 660) πρέπει να χωριστούν ἀν-άεδνος, ἀν-άελπτος ή να γραφούν ἀν-έεδνος, ἀν-έελπτος (όπως ἔεδνον ἐέλπεσθαι)· το ἀνάπνευστος 'χωρίς ανάσα' πρέπει να γραφεί ἀν-άμπνευστος ή να θεωρηθεί μίμηση του ομηρικού ἀνάσχετος = ἄσχετος (βλ. υποσημ.), όπως το ἀνάγνωστος 'άγνωστος' (Καλλίμαχος απόσπ. 422 Schneider· αμφίβολο).

Η μορφή ἀα- στο ἀάπλετος 'τεράστιος' και ἀάσπετος 'άρρητος' στον Κόιντο Σμυρναίο (αντί για ἄπλετος, ἄσπετος) μιμείται απλώς την ομηρική γραφή ἀάσχετος [26] (Ιλιάδα Ε 892, Ω 708) 'ανυπόφορος', που φαίνεται να ταυτίζεται με το ἄσχετος 'ακατάσχετος, ασταμάτητος' (πένθος ἄσχετον Π 548/49, πένθος ἀάσχετον Ω 708, ἀάπλετον πένθος Κόιντος Σμυρναίος!).[27]

§ 56. Ετυμολογικά συγγενική με το στερητικό ἀ- είναι η ινδοευρωπαϊκή άρνηση ne (αρχικά μόνο πριν από ρήματα· πρβ. λατ. ne - sc ī re 'αγνοώ'), που στα ελληνικά σώζεται μόνο στη συνηρημένη μορφή νη- νω-: νηλεής 'ανελέητος' (Όμ.) από το *νε-ελεης, νῆστις 'νηστικός' (Όμ.) από το ἐδ- 'τρώω', νημερτής 'αλάνθαστος' (Όμ.) από το ἁμαρτ-, νήνεμος 'απάνεμος' (Όμ.) από το ἄνεμος, νώνυμ(ν)ος 'ανώνυμος' (Όμ.) από το ὄνομα. Από τέτοια παραδείγματα αποκόπηκε ένα στερητικό μόριο νη-, που ενίοτε χρησιμοποιείται και πριν από αρχικό σύμφωνο· ήδη ο Όμηρος γνωρίζει το νη-κερδής 'ανώφελος' (ἔπος νηκερδὲς ἔειπες ξ 509, που μιμείται μάλλον τη φράση ἔπος νημερτὲς ἔειπες Γ 204· νηκερδέα βουλήν Ρ 469 πρβ. νημερτέα βουλήν α 86 = ε 30) και το νῆϊς 'ανίδεος' (από το Ϝιδ- [28])· αργότερα εμφανίζονται και τα νη-πενθής 'χωρίς πόνο' (από το πένθος), νη-πευθής νή-πυστος 'άγνωστος, ανήκουστος' (από το πυνθάνεσθαι) και μερικά άλλα.

§ 57. Το νήποινος 'ανεκδίκητος' (Όμ.) σχετίζεται αρχικά με το ἄποινα 'λύτρα'· πρβ. α 377 ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ('χωρίς αποζημίωση') ὀλέσθαι (ἀν-άποινος Α 99), και μόλις εκ των υστέρων συσχετίστηκε με το ποινή. Τύποι όπως ἀνηλεής (κλασ.), ἀνήνεμος (κλασ.), ἀνώνυμος (κλασ. και Όμ. θ 552) έχουν υποστεί "συνθετική έκταση" (§ 118)· είναι όμως πιθανό να αποτελούν μάλλον ταυτόχρονα μετασχηματισμούς των παλιότερων απαρχαιωμένων τύπων νηλεής κτλ. βάσει του συχνότερου τύπου με το στερητικό ἀν-.

Οι αρνήσεις οὐ (-κ, -χ) και μή (δίπλα στα οὐδέ και μηδέ), που στους ιστορικούς χρόνους επικράτησαν ως ανεξάρτητες, σχηματίζουν με πολλά επιρρήματα περισσότερο ή λιγότερο σφιχτοδεμένα σύνθετα: οὔ-πω, οὐδέ-ποτε, οὐκ-έτι (και στη συνέχεια μη-κ-έτι)· σπάνια με αντωνυμίες και άλλες παρεμφερείς λέξεις: οὔτις, οὐδείς.

§ 58. β) Άλλες μη ανεξάρτητες επιρρηματικές λέξεις: ἀ- αθροιστικό (ὀ-), δυσ-, εὐ-, ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, ζα- (δα-), ἡμι-.

Ήδη οι αρχαίοι δικαιολογημένα διέκριναν το αθροιστικό ἀ-ἁ-) από το στερητικό ἀ-. Το πρώτο ανάγεται στο *s ṃ - και σχετίζεται με τα εἷς, ἅμα και τα λατ. simul, semel. Από παλιότερες εποχές η ελληνική γνωρίζει μόνο απολιθωμένα παραδείγματα αυτού του είδους δημιουργίας: ἁ-πλοῦς, ἅ-παξ· ἅπας· με ανομοίωση δασύτητας[29] προκύπτει ἀ- στο ἀ-δελφός 'που γεννήθηκε από την ίδια μήτρα (δελφύς) με κάποιον άλλον' (οξύτονο με βάση το πατήρ και τα παρόμοια), ἀ-κόλουθος 'που ακολουθεί τον ίδιο δρόμο (κέλευθος) με κάποιον, ακόλουθος', ἄ-λοχος 'που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι (λέχος), σύζυγος'. Μερικές λέξεις που ήταν άγνωστες στα αττικά παρουσιάζουν και χωρίς ανομοίωση αδάσυντη μορφή (μη αττική ψίλωση): ἄ-κοιτις (κοίτη) (Όμ.) = ἄλοχος, ἄ-πεδος 'επίπεδος' (Ηρόδοτος), ἀ-γάλακτες = ὁμογάλακτες (Ησύχιος), ἀ-ολλής 'συγκεντρωμένος (για πολλούς μαζί)' (Όμ.· από το εἰλεῖν 'πιέζω'· αττ. ἁ̄ λής). Η σημασία και ίσως και η ετυμολογία του αθροιστικού ἀ- ταυτίζεται με το επικό (αιολικό;) ὀ-: ὄ-πατρος 'από τον ίδιο πατέρα' (Όμ.), ὄ-τριχες ἵπποι 'με ίδιο τρίχωμα' (Όμ.).

§ 59. Το δυσ- 'δυσκολο-, κακο-' είναι ως α΄ συνθετικό πολύ παλιό και παρέμεινε ζωντανό στα ελληνικά όλων των εποχών· αρκούν μερικά παραδείγματα: δυσμενής 'εχθρικός' από το μένος, δυσ-δαίμων 'κακότυχος' από τοδαίμων, δύσ-πορος 'δύσβατος' από το πόρος, δυσ-άλωτος 'δύσκολο να κατακτηθεί' από το ἁλωτός.

Η αντίθεση προς το δυσ- εκφράζεται με το εξίσου αγαπητό εὐ (ἐυ-): εὐ-μενής, εὐ-δαίμων, εὔ-πορος, εὐ-άλωτος. Βέβαια η λέξη εὖ εμφανίζεται και ως ανεξάρτητη, αλλά ως συνθετικό αντιπροσωπεύει ένα παλιότερο μη ανεξάρτητο ὑ- (από το *su-), που επιβιώνει στα ελληνικά στο επίθετο ὑ-γιής (από το βίος).

§ 60. Στην παλιά ποίηση τα ἀρι- (συγγενικό των ἀρείων ἄριστος), ἐρι- (συγγενικό του ἀρι-;), ἀγα- (πρβ. ἄγαν, επίσης μέγας) και ζα- (αιολικό αντί για δια-· δα- από το ζα- [προφορά sda - με ηχηρό s] με ανομοίωση πριν από το σ;) παίζουν κάποιο ρόλο ως επιτατικά α΄ συνθετικά: ἀρί-γνωτος 'εύκολα αναγνωρίσιμος', ἀρί-ζηλος (-δηλος) και ἀρι-φραδής 'πολύ καθαρός, ολοφάνερος'· το ἐρι- είναι κάπως συχνότερο: ἐρι-βρεμέτης και ἐρί-γδουπος 'που βροντάει δυνατά', ἐρί-βωλος 'με μεγάλους σβώλους γης', ἐρι-κυδής 'περίφημος', ἐρί-τιμος 'πολύτιμος'· παρόμοια το ἀγα-: ἀγα-κλεής, ἀγα-κλειτός και ἀγα-κλυτός 'περίφημος', ἀγά-ρροος 'που ρέει με δύναμη', ἀγά-ννιφος 'καταχιονισμένος', ἀγά-στονος 'πολύβουος', ἀγήνωρ 'πολύ γενναίος'· το ζα- εμφανίζεται σπανίως: ζά-θεος 'πολύ θεϊκός, εξαίσιος', ζᾱής 'με δυνατή πνοή' (ἀῆναι), ζά-κοτος 'εξοργισμένος', ζα-τρεφής 'καλοθρεμμένος'· δά-σκιος 'πολύ σκιερός', δα-φοινός 'κατακόκκινος'. Όλα τα παραπάνω παραδείγματα προέρχονται από τον Όμηρο.

§ 61. Η επιλογή του β΄ συνθετικού των συνθέτων με ἀ- στερητικό, δυσ- και εὐ- (ἐρι-, ἀγα- κτλ.) με κανέναν τρόπο δεν γίνεται με απόλυτη ελευθερία. Έτσι, είναι αδύνατη η άμεση σύνθεση με ρηματικούς τύπους, όπως ισχύει γενικά για όλα τα σύνθετα με εξαίρεση όσα συντίθενται με προρηματικά: το ρήμα ἀνομοιοῦν δεν είναι σύνθετο από το ἀν- και ὁμοιοῦν, αλλά παράγωγο του επιθέτου ἀν-όμοιος, το ἀτιμᾶν (Όμ.) παράγωγο του ἄτιμος (μετασχηματισμός του ἀτιμάζειν αναλογικά προς το τιμᾶν)· το ρήμα ἀτίει 'δεν τιμά' στο Θέογνη 621 βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς το τίει και αποτελεί τολμηρό ποιητικό νεολογισμό που εξηγείται από τα τιμᾶν - ἀτιμᾶν· το ρήμα εὐδοκεῖν 'είμαι ικανοποιημένος' είναι παράγωγο ενός αμάρτυρου (πρβ. § 38) εὔ-δοκος 'που δέχεται καλά' (από το δέχεσθαι, δέκεσθαι· πρβ. καραδοκεῖν § 72 υποσημ.)· η φράση εὖ ποιεῖν μόλις κατά την κλασική περίοδο αρχίζει να συγχωνεύεται σε ενιαία παράσταση, εξέλιξη που αποτυπώνεται αρχικά στην ανάγκη παράγωγων (εὐποιΐα) και στην περαιτέρω σύνθεση (ἀντευποιεῖν) (πρβ. § 36 κεξ.)· η λέξη εὐποιός 'ευεργετικός' απαντά μόνο στον Ησύχιο. Μόνο σε μία περίπτωση διασώθηκε στους ιστορικούς χρόνους η προϊστορική χρήση του στερητικού ἀ- με μετοχή (πρβ. λατ. in - sci ē ns 'που αγνοεί' αλλά ne - scio 'αγνοώ'): η λέξη ἀ-έκων (με συναίρεση ἄκων) περιέχει τη μετοχή ενός εξαφανισμένου ρηματικού θέματος *Ϝεκ-.

§ 62. Ως β΄ συνθετικά προτιμώνται πάντα τα πανάρχαια ρηματικά επίθετα (πρβ. λατ. in - fectus 'ατέλεστος'): ἀν-ήνυστος 'ανολοκλήρωτος', ἄ-σχετος 'ακατάσχετος', ἄ-πνευστος 'χωρίς πνοή' (με "ενεργητική" σημασία του ρηματικού επιθέτου· πρβ. § 105), δύσ-βατος (με το δυσ- το ρηματικό επίθετο έχει σχεδόν πάντα αυτή τη σημασία)· ἐύ-γναμπτος 'καλολυγισμένος', εὐ-κέατος 'ευκολότμητος'· επίσης ουσιαστικά με μετάπλαση (§ 110 · πρβ. λατ. in - ermis 'άοπλος'): ἄ-θυμος 'άτολμος'· ἀ-σθενής 'αδύναμος', ἀν-αίμων 'χωρίς αίμα'· δύσ-θυμος 'δύσθυμος, θλιμμένος', δυσ-μενής 'εχθρικός', δυσ-δαίμων 'δυστυχισμένος', εὔ-θυμος 'ευχάριστος, εύθυμος', εὐ-μενής 'φιλικός', εὐ-δαίμων 'ευτυχισμένος'. Ανάλογη θέση κατέχει η σύνθεση με συνηθισμένα επίθετα (πρβ. λατ. in - i ū stus 'άδικος'): ἄ-ιδρις 'αδαής', ἄ-μβροτος 'αθάνατος'. Σπανίως και μόνο στην ποίηση τον ρόλο αυτό αναλαμβάνουν τα δυσ- και εὐ-: δυσ-άμμορος (Όμ.) και δυσ-άθλιος (Σοφ.) 'πολύ δυστυχισμένος', εὔ-σοος 'σώος και αβλαβής' (Θεόκριτος)· το ίδιο ισχύει και για τη μεταφορά σε ουσιαστικά: δῶρα ἄδωρα 'δώρα που δεν είναι δώρα, δώρα δυστυχίας' (Σοφ.), Ἶρος Ἄιρος (Όμ.) 'κακό-Ιρος', Δύσ-παρις (Όμ.) 'κακό-Παρης', δύσ-γαμος γάμος 'δυστυχισμένος γάμος' (Ευρ.), πρβ. ἀ-μήτωρ, δύσ-παις, εὔ-παις § 117 .

Παρότι έχουν μακρά ιστορία, δυσνόητες παραμένουν λέξεις όπως ἄ-φορος 'άγονος, που καθιστά κάτι άγονο', δύσ-φορος 'δύσκολο να τον κρατάς, αφόρητος', εὔ-φορος 'ανεκτός, γόνιμος'· ανάγονται μάλλον σε ουσιαστικά, συνδέθηκαν όμως περισσότερο ή λιγότερο στενά με τα σχετικά ρήματα και λειτουργούν ως ρηματικά επίθετα· πρβ. επίσης ἀ-εργός 'άεργος, ακαλλιέργητος', δύσ-εργος 'δυσκατέργαστος· αδρανής', εὐ-εργός 'που ενεργεί σωστά· κατεργασμένος· εύπλαστος' (ουσ. ἔργον - ρήμα ἔρξαι = *ἐργ-σαι[30]ἄ-μαχος, δύσ-μαχος, εὔ-μαχος (μάχη - μάχεσθαι). Το ίδιο ισχύει για τα ριζικά ονόματα: ἄ-ζυξ 'ανύπαντρος' (Ευρ.), ἀ-γνώς 'άγνωστος' (Όμ.), 'αδαής' (Πίνδ.), σπάνια εὐ-: εὐ-κράς 'καλά αναμεμειγμένος' (Ευρ.), εὔ-ζυξ 'καλοπαντρεμένος' (Παλατινή ανθολογία). Δες επίσης § 44 .

26 Πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ἀνάσχετος = *ἀν-άνσχετος = *ἀν-ανά-σχετος.

27 Σ.τ.ε. Το σημερινό άσχετος είναι λόγιο δάνειο από διαφορετική ομώνυμη ελληνιστική λέξη.

28 Με έκταση του φωνήεντος πριν από το Ϝ όπως στην αύξηση ἠ-(Ϝ)είδη;

29 Σ.τ.ε. Το αθροιστικό ἁ- έχει "δασύτητα", δηλαδή αρχίζει με το σύμφωνο [h] (σήμερα συμβολισμένο με "δασεία"), και το γράμμα φ δηλώνει δασύ σύμφωνο [ph]. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.)

30 Σ.τ.ε. Θέμα erg- (πρβ. ἔργ-ον) + [s] = [gs], και με αφομοίωση ηχηρότητας [ks] (ξ).

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40