Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

ΙΙ. Το α΄ συνθετικό είναι ονοματική πτώση

1. Το σύνολο αποτελεί συνένωση ανεξάρτητων τμημάτων.

§ 66. α) Το α΄ συνθετικό είναι ονομαστική: Νεάπολις (με γεν. Νεαπόλεως· δες § 146). Αριθμητικά: δ(υ)ώ-δεκα, ιων. και ελληνιστ.τεσσερεσ(τεσσαρεσ) -καί-δεκα, χωρίς να κλίνεται το α΄ μέλος· πρβ. λατ. du ō- decim 'δώδεκα', tr ē- decim 'δεκατρία' κτλ. Σε παράγωγα: το ἑκτή-μορος (Αριστοτ.) και ἑκτη-μόριος (ελληνιστ.) 'που παίρνει ως αμοιβή εργασίας το ένα έκτο της παραγωγής' ανάγεται στο ἕκτη μόρα, όπως τα τρεισκαιδέκατος, τεσσαρεσκαιδέκατος, πεντεκαιδέκατος κτλ. στο τρεῖς κτλ. καὶ δέκα· πρβ. § 146 , 148 . Τα χρῆν χρῇ χρῆναι από το χρὴ 'ανάγκη' + ἦν, ᾖ, εἶναι (ἐχρῆν δες § 40).

§ 67. β) Το α΄ συνθετικό είναι γενική: Διόσ-κουροι 'γιοι του Δία' (§ 41), διόσ-δοτος 'δωρισμένος απ' το Δία' (§ 31), κυνόσ-ουρα 'ουρά σκύλου, Μικρή Άρκτος' (και ονομασία ακρωτηρίου· πρβ. § 31), νεώσ-οικοι 'νεώρια' (κλασ.), Πελοπόννησος από το Πέλοπος νῆσος, ἁλοσ-άχνη 'αφρός της θάλασσας' (στον Αριστοτέλη ως ονομασία ζωόφυτου, αλλά εἴλυτο 'τύλιξε' δὲ πάντ' ἁλὸς ἄχνῃ ε 403).

§ 68. γ) Το α΄ συνθετικό είναι δοτική: ἀρηΐφιλος 'αγαπητός στον Άρη'(Όμ.), πασι-μέλουσα 'σημαντική για όλους' (προσωνυμία του πλοίου Αργώ στον Όμηρο)· με σημασία τοπικής: ἐαρί-δρεπτος 'που συλλέγεται την άνοιξη' (Πίνδ.), οργανικής: κηρεσσι-φόρητος 'που μεταφέρεται από τα πνεύματα του θανάτου' (Όμ.), δουρι-κλειτός και -κλυτος 'περίφημος για το δόρυ του' (Όμ.).

§ 69. δ) Το α΄ συνθετικό είναι αιτιατική: πᾰν-ῆμαρ 'που διαρκεί όλη τη μέρα' (Όμ.) (το παν- ως κατηγορηματικός προσδιορισμός), καρηκομόωντες και βαρυστενάχων δες § 34 . Κλιτά ρηματικά σύνθετα με αντικείμενο σε αιτιατική στο αρχικό μέλος, όπως το λατ. anim ( um )- advertere 'επικεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι', δεν υπάρχουν στα ελληνικά (δες § 85 υποσημ.)· το δακρυ-χέων δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύνθετο (§ 34) και απαντά μόνο ως μετοχή· νουνεχόντως δες § 72.

§ 70. ε) Το α΄ συνθετικό είναι παλιά τοπική, μια πτώση σε -φι ή εμπρόθετη έκφραση: μεσαι-πόλιος 'στο μέσο (παλιά τοπική) γκρίζος, μισόγκριζος' (Όμ.). Το ομηρικό ἶ-φι 'με τη βία' διατηρείται στο ἰφι-γένητος 'δημιουργημένος από δύναμη' (Ευσέβιος από έναν αρχαίο ποιητή) και σε μερικά ονόματα με το Ἰφι- (Ἰφι-μέδουσα με παρόμοιο τρόπο και το Ἰφι-άνασσα). Εμπρόθετη έκφραση: ἐγ-χειρί-θετος 'βαλμένος στο χέρι' (Ηρόδοτος).

§ 71. 2. Το β΄ συνθετικό είναι λέξη που με αυτή τη μορφή δεν απαντά ως ανεξάρτητη. Τέτοια καταληκτικά μέλη ήταν αρχικά κατάλληλα για θεματικά σύνθετα και από εκεί μεταφέρθηκαν και σε πτωτικά σύνθετα.

Μεγενική: οὐδενόσ-ωρος 'που δεν σέβεται (ὤρα) κανέναν ή τίποτα (οὐδενός)· αναιδής· αδιάφορος' [32] (Ιλ. Θ 178).

Με δοτική: τειχεσι-πλήτης 'που πλησιάζει τα τείχη, καστροπολεμίτης' (Όμ.)· ως τοπική: θερει-γενής 'που φυτρώνει το καλοκαίρι' (Νίκανδρος), ὀρεσί-τροφος 'που τρέφεται στα βουνά' (Όμ.)· ως οργανική: δουρί-μαχος 'που μάχεται με το δόρυ' (χρησμός σε σχόλιο της Ιλιάδας).

§ 72. Με αιτιατική [33]: δικασ-πόλος 'δικαστής' (Όμ.)· ἀταλά-φρων 'που σκέφτεται όπως τα παιδιά, τρυφερός' (Όμ.) είναι συμφυρμός του ἀταλὰ φρονέων (Όμ.) και του *ἀταλό-φρων (πρβ. εὔ-φρων κτλ.)· νουν-εχής 'συνετός' (ελληνιστ.· πρβ. § 102 · το νουν-εχόντως στον Ισοκράτη ίσως δεν είναι ακόμη σύνθετο, πρβ. ἐχόντως νοῦν στον Πλάτωνα), ἀκαλα-ρρείτης 'που ρέει απαλά' (Όμ.) με επιρρηματική αιτιατική [34], πλεον-έκτης 'κερδοσκόπος' (κλασ.) από το πλέον ἔχειν 'πλεονεκτώ' (§ 101).

§ 73. Με μορφή τοπικής: ὁδοι-πόρος (§ 28), Πυλοι-γενής 'γεννημένος στην Πύλο' (Όμ.).

Με πτώση σε -φι: Ἰφι-κράτης, Ἰφι-γένεια κτλ.

Με εμπρόθετο: ἐμ-πυρι-βήτης (τρίπους) 'που βρίσκεται πάνω στη φωτιά' (Όμ.).

32 Έτσι ο Döderlein ακολουθώντας την ερμηνεία των Ameis - Hentze· η συνήθης ερμηνεία 'ανάξιος σεβασμού' προϋποθέτει το οὐδεμία ὤρα.

33 Τα καρᾱ-τόμος 'που καρατομεί', καρ ά̄ -τομος 'καρατομημένος' (και τα δύο κλασ.), καρᾱ-δοκεῖν 'προσέχω' (κλασ.· από ένα αμάρτυρο καρᾱ-δόκος 'που τεντώνει το κεφάλι για να παρατηρήσει', δες § 38) φαίνεται να διατηρούν την αιτιατική κάρᾱ (ομηρ. κάρη)· το καρη-βαρής, -βαρεῖν 'με βαρύ κεφάλι' (ελληνιστ.), αντίθετα, είναι μάλλον θεματικό σύνθετο.

34 Πρβ. ἀκαλά προρέων Ησίοδος (;) απόσπ. 242 (218) Rzach.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40