Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία

του Α. Ρεγκάκου (με τη συνεργασία του Ν. Μήλτσιου)

Γ3. Ξενοφών

Βιογραφικά/Εργογραφικά: Ο Ξενοφών γεννήθηκε γύρω στο 430 π.Χ. στην Αθήνα. Ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας, η οποία καταγόταν από τον δήμο των Ερχιέων, και ανήκε στην τάξη των ιππέων. Μαθήτευσε κοντά στον Σωκράτη, στον οποίο αφιέρωσε σημαντικό μέρος του έργου του. Η διδασκαλία του Σωκράτη άσκησε ιδιαίτερη εντύπωση στον νεαρό Ξενοφώντα, έστω κι αν στη συνέχεια τον είλκυσαν περισσότερο από τη φιλοσοφία η ζωή της δράσης και η στρατιωτική σταδιοδρομία. Μετά την πτώση των Τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο Ξενοφών, αποδεχόμενος την πρόταση του Βοιωτού φίλου του Πρόξενου, αποφάσισε να καταταγεί στο μισθοφορικό στράτευμα του αντιβασιλέα της Περσίας, του Κύρου του Νεότερου, που σχεδίαζε να εκθρονίσει τον μεγαλύτερο αδερφό του Αρταξέρξη τον Β'. Ο θάνατος του Κύρου, ωστόσο, στη μάχη στα Κούναξα το 401 και η δολοφονία των σημαντικότερων Ελλήνων στρατηγών από τον Τισσαφέρνη υποχρέωσαν τους μισθοφόρους να υποχωρήσουν διαμέσου της Ασίας προς το Βυζάντιο. Ο Ξενοφών, που επελέγη μαζί με άλλους να ηγηθεί της μεγάλης αυτής υποχώρησης των «Μυρίων», οδήγησε με επιτυχία τους Έλληνες μισθοφόρους στις ακτές του Πόντου και κατόπιν στη Θράκη. Δεν ολοκληρώθηκαν όμως τότε οι περιπέτειές του στην Ασία. Το 396 ακολούθησε τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον της Περσίας. Ο θαυμασμός του Ξενοφώντα προς τον Σπαρτιάτη βασιλιά ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δύο χρόνια αργότερα (394), στη μάχη της Κορώνειας, πολέμησε στο πλευρό του εναντίον του αθηναϊκού στρατεύματος. Οι συμπατριώτες του τον εξόρισαν για την πράξη του αυτή (αν και αρχαίες μαρτυρίες αναφέρουν ως αιτία της εξορίας του τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του Κύρου), ο Αγησίλαος, ωστόσο, τον αποζημίωσε παραχωρώντας του ένα κτήμα στον Σκιλλούντα, όπου αποσύρθηκε για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Ο Ξενοφών εγκατέλειψε το κτήμα το 370, όταν οι Ηλείοι κατέλαβαν τον Σκιλλούντα· ύστερα από την ήττα της Σπάρτης από τη Θήβα στη μάχη των Λεύκτρων (371), και κατέφυγε στην Κόρινθο. Παρότι η εξορία του ανακλήθηκε (αφού κάτω από την ολοένα αυξανόμενη πίεση της Θήβας έγινε μια προσέγγιση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη), δεν είμαστε σε θέση να πούμε με βεβαιότητα αν ο Ξενοφών επέστρεψε κάποτε στην Αθήνα. Γνωρίζουμε όμως ότι οι δύο γιοι του έλαβαν μέρος ως ιππείς του αθηναϊκού στρατού στη μάχη της Μαντίνειας το 362, και ο ένας από αυτούς, ο Γρύλλος, σκοτώθηκε. Ο θάνατος του Ξενοφώντα τοποθετείται γύρω στο 355.

Ο Ξενοφών υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Τη φήμη του ως ιστορικού την οφείλει πρωτίστως στα Ελληνικά και στην Κύρου Ανάβαση. Ιστορικό είναι επίσης το πλαίσιο στην Κύρου Παιδεία και στον Αγησίλαο, στα δύο πονήματά του που έχουν βιογραφικό περιεχόμενο. Επειδή όμως ο Ξενοφών εκθέτει τα γεγονότα στην Κύρου Παιδεία με μεγάλη ελευθερία, το έργο αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα πρώιμο ιστορικό μυθιστόρημα, ενώ η έμφαση με την οποία τονίζονται οι αρετές του Αγησίλαου προσδίδει στο ομώνυμο κείμενο εγκωμιαστικό χαρακτήρα. Τα έργα του Ξενοφώντα που είναι αφιερωμένα στην παρουσίαση του Σωκράτη και της διδασκαλίας του περιλαμβάνουν τα Απομνημονεύματα, τον Οικονομικό, το Συμπόσιο, και την Απολογία Σωκράτους. Υπάρχουν, τέλος, κείμενα με τεχνικό, ηθικό και πολιτικό περιεχόμενο, στα οποία συγκαταλέγονται οι πραγματείες Περί ιππικής, Ιππαρχικός, Κυνηγετικός, Λακεδαιμονίων πολιτεία, Πόροι, καθώς και ο σύντομος διάλογος Ιέρων.

 

Ελληνικά: Το κύριο ιστορικό έργο του Ξενοφώντα παρουσιάζει σε επτά βιβλία την ελληνική ιστορία από το 411 έως το 362. Η αφήγησή του αρχίζει με τη φράση μετὰ δὲ ταῦτα εκεί που σταματά ο Θουκυδίδης. Η απότομη έναρξη, σε συνδυασμό με την, ασυνήθιστη για τα δεδομένα της αρχαίας ελληνική ιστοριογραφίας, απουσία προοιμίου, δηλώνει την πρόθεση του Ξενοφώντα να συνδέσει την ιστορία του με αυτή του Θουκυδίδη. Το έργο περιλαμβάνει δύο τμήματα. Το πρώτο (έως το χωρίο 2.3.9) πραγματεύεται το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ το δεύτερο τα γεγονότα που ακολούθησαν έως το 362. Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο τμήμα του δεύτερου βιβλίου εκθέτει την ιστορία του καθεστώτος των Τριάκοντα τυράννων έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403. Στο 3ο και 4ο βιβλίο και μέχρι το πρώτο κεφάλαιο του 5ου εξιστορούνται οι συγκρούσεις Σπάρτης και Περσίας και ο Κορινθιακός πόλεμος έως την Ανταλκίδειο ειρήνη (387/386). Το τελευταίο μέρος του έργου (βιβλία 5ο-7ο) παρουσιάζει τη σπαρτιατική ηγεμονία έως τη μάχη των Λεύκτρων (371) και την ηγεμονία της Θήβας έως τη μάχη της Μαντίνειας (362).

Σε αντίθεση προς τις ιστορικές μονογραφίες, επομένως, η αφήγηση του Ξενοφώντα δεν εστιάζεται σε έναν πόλεμο, αλλά παρακολουθεί τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα από το 411 έως το 362 σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Τη μεγαλύτερη έκταση στο έργο καταλαμβάνουν βέβαια οι δραστηριότητες της Σπάρτης, γεγονός που θεωρήθηκε ότι αντανακλά τις φιλολακωνικές διαθέσεις του ιστορικού. Ωστόσο, ο Ξενοφών σε πολλές περιπτώσεις κρατάει μια κριτική απόσταση από τις επιλογές της Σπάρτης και δεν διστάζει να προβάλει τις αστοχίες της. Δεν είναι ευκαταφρόνητος, εξάλλου, ο χώρος που αφιερώνει στην παρουσίαση των ενεργειών των άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων. Το ότι η Σπάρτη κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην αφήγηση των Ελληνικών οφείλεται κυρίως στον κρίσιμο και πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε την περίοδο που καλύπτει το έργο. Η έντονη μεταβολή που γνώρισε, όταν έχασε μέσα σε λίγα χρόνια την ηγεμονική θέση της στην Ελλάδα, προσέφερε στον Ξενοφώντα ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εφαρμόσει τις προσφιλείς θέσεις του αναφορικά με την τέχνη της διακυβέρνησης και τον καλό αρχηγό στο επίπεδο των πόλεων-κρατών.

Ως αφηγηματικό κείμενο τα Ελληνικά διαθέτουν αρκετές αρετές. Ο Ξενοφών διακρίνεται για την παραστατικότητα με την οποία αναπλάθει το υλικό του. Η στρατιωτική εμπειρία του είναι φανερή στις περιγραφές των μαχών και των πολεμικών επιχειρήσεων. Και οι άφθονες δημηγορίες του αποτυπώνουν και διαφωτίζουν την προσωπικότητα των αγορητών. Πρωτοπρόσωπες αφηγηματικές παρεμβάσεις δεν υπάρχουν στο πρώτο μέρος του έργου (έως το 2.3.9), στα επόμενα βιβλία, ωστόσο, η παρουσία του αφηγητή γίνεται πιο έντονη. Τα σχόλια που εισάγονται αποσκοπούν συνήθως στο να προαγάγουν την κατανόηση της αφήγησης από τους αποδέκτες και σπάνια μόνο αφορούν μεθοδολογικά ζητήματα, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ο αφηγητής αναφέρεται στα κριτήρια με τα οποία συμπεριέλαβε τα γεγονότα που περιγράφει. Η παρουσία του Ξενοφώντα εκδηλώνεται, επίσης, στα σχόλια με τα οποία αξιολογεί τους χαρακτήρες του και τις διάφορες συμπεριφορές που καταγράφονται στην αφήγηση. Ο διδακτισμός και οι εντυπωσιακές για την αμεσότητά τους περιγραφές του είναι χαρακτηριστικά του έργου του Ξενοφώντα που τον αναδεικνύουν σε πρόδρομο των αντίστοιχων, πολύ διαδεδομένων, τάσεων της ελληνιστικής ιστοριογραφίας.

 

Ανάβαση: Το έργο αφηγείται σε επτά βιβλία τις περιπέτειες των Ελλήνων μισθοφόρων που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία του Κύρου του Νεότερου εναντίον του αδελφού του, του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη του Β'. Ο όρος «ανάβαση», δηλαδή πορεία προς το εσωτερικό της χώρας, ταιριάζει στα έξι πρώτα κεφάλαια, τα οποία διηγούνται την προέλαση του στρατεύματος του Κύρου μέχρι τα Κούναξα, κοντά στη Βαβυλώνα. Στη συνέχεια η αφήγηση παρουσιάζει την αποφασιστική μάχη στα Κούναξα, στην οποία σκοτώνεται ο Κύρος, τη δολοφονία των σημαντικότερων Ελλήνων στρατηγών από τον Τισσαφέρνη, την απελπιστική κατάσταση των μισθοφόρων, την εκλογή των νέων στρατηγών (ένας εκ των οποίων είναι ο Ξενοφών), την υποχώρησή τους μέχρι τη Μαύρα Θάλασσα, καθώς και τις μετέπειτα περιπέτειές τους στη Μικρά Ασία έως την ενσωμάτωση των επιζώντων στο σπαρτιατικό στράτευμα του Θίβρωνα, που βρισκόταν στην περιοχή για να πολεμήσει τον Τισσαφέρνη.

Η Ανάβαση συνιστά οπωσδήποτε μια ιδιαίτερη περίπτωση ιστορικού συνθέματος, το οποίο συνενώνει ειδολογικά χαρακτηριστικά πολεμικών απομνημονευμάτων, ταξιδιωτικών περιγραφών και βιογραφιών. Από το τρίτο βιβλίο και εξής τα γεγονότα παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική γωνία του Ξενοφώντα, ο οποίος διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο, ώστε στα τελευταία βιβλία η ιστορία να προσλαμβάνει ουσιαστικά τη μορφή βιογραφίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συχνότητα της παρουσίας του Ξενοφώντα ως χαρακτήρα είναι αντιστρόφως ανάλογη με αυτή του αφηγητή. Έτσι, οι πρωτοπρόσωπες αφηγηματικές παρεμβάσεις είναι αραιότερες σε σχέση με τα Ελληνικά, και τείνουν να μειώνονται όσο προχωράει η ιστορική αφήγηση και ενισχύεται η παρουσία του χαρακτήρα Ξενοφώντα στο έργο. Φαίνεται ότι η ευνοϊκή μεταχείριση του Ξενοφώντα ως χαρακτήρα ώθησε τον συγγραφέα να υιοθετήσει έναν απρόσωπο και περισσότερο αποστασιοποιημένο τρόπο έκφρασης. Ο Ξενοφών μάλιστα δεν περιορίζεται, όπως οι ομότεχνοί του που εμφανίζονται ως χαρακτήρες στα ιστορικά έργα τους, στο να αναφέρεται στον εαυτό του πάντα σε τρίτο πρόσωπο, αλλά φθάνει στο σημείο να αποδίδει, στα Ελληνικά (3.1.2), τη συγγραφή της Ανάβασηςσε κάποιον Θεμιστογένη από τις Συρακούσες. Η κίνηση αυτή, που παλαιότερα είχε οδηγήσει στην υπόθεση ότι η Ανάβαση ίσως δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο του Θεμιστογένη του Συρακούσιου, πρέπει να εκληφθεί μάλλον ως μια ρητορική χειρονομία του Ξενοφώντα, με την οποία επιχειρεί να οχυρωθεί κατά κάποιον τρόπο απέναντι στην κατηγορία της αυτοπροβολής και να προσδώσει στο έργο του μεγαλύτερη αντικειμενικότητα.

Κατά τα άλλα, όπως τα Ελληνικά, έτσι και η Ανάβαση παρουσιάζει σημαντικές λογοτεχνικές αρετές. Η αφήγηση είναι ζωηρή και, παρά τις ποικίλες γεωγραφικές και εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχει, διακρίνεται για την υποδειγματική οικονομία της, καθώς ο Ξενοφών είναι προσηλωμένος στη μετάδοση των γεγονότων και αποφεύγει γενικά να παρεκκλίνει με εκτενείς παρεκβάσεις από τον στόχο του. Πολύ συχνές όμως είναι οι δημηγορίες, οι οποίες αντανακλούν την προσωπικότητα των αγορητών, συμπληρώνοντας έτσι τον χαρακτηρισμό τους που συνάγεται από τη διήγηση. Και πάλι η συγγραφική δεινότητα του Ξενοφώντα είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περιγραφή μεμονωμένων επεισοδίων: αρκεί ίσως να υπενθυμίσουμε τη θρυλική σκηνή στην οποία οι Έλληνες αντικρίζουν επιτέλους τη θάλασσα (4.7). Αξίζει ακόμη να αναφέρουμε ότι και σε αυτό το έργο επανέρχεται το προσφιλές θέμα της τέχνης της διακυβέρνησης, μόνο που τώρα ο διδακτικός στόχος πραγματώνεται όχι τόσο από τον αφηγητή όσο από τον χαρακτήρα Ξενοφώντα, τον οποίο οι αναγνώστες παρακολουθούν να εξελίσσεται σε ώριμο και ολοκληρωμένο ηγέτη, πολύ διαφορετικό από τον παρορμητικό νεαρό που είχε αγνοήσει κάποτε την εύλογη ανησυχία του Σωκράτη (3.1.5).

 

Βιβλιογραφία

DILLERY, J. 1995. Xenophon and the History of His Times, Λονδίνο.

FLOWER, M.A. Xenophon's Anabasis or The Expedition of Cyrus, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη.

GRAY, V. 1989. The Character of Xenophon's Hellenica, Βαλτιμόρη.

-, (εκδ.) 2010. Xenophon, Οξφόρδη.

LANE FOX, R. (εκδ.) 2004. The Long March. Xenophon and the Ten Thousand, New Haven.

LENDLE, O. 1995. Kommentar zu Xenophons Anabasis, Darmstadt.

TUPLIN, C.J. 1993. The Failings of Empire: A Reading of Xenophon, Hellenica 2.3.11-7.5.27, Στουτγάρδη.

-, (εκδ.) 2004. Xenophon and His World, Στουτγάρδη.