ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Στάσεις απέναντι στη γλώσσα 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

Διορθωτικές πρακτικές

Με τον όρο «διορθωτικές πρακτικές» εννοώ παρεμβατικές συμπεριφορές, αφετηρία των οποίων είναι κάποια αξιολόγηση, είτε διαβαθμισμένη είτε απόλυτη, του τύπου «σωστό-λάθος», «κατάλληλο-ακατάλληλο», «καλό-κακό», «ωραίο-άσχημο», «σαφές-ασαφές», «πρέπον-άπρεπο» κ.λπ. Οι διορθωτικές πρακτικές, τουλάχιστον αυτές για τις οποίες θα μιλήσω εδώ, είναι γλωσσικές. «Σωστό-λάθος» σημαίνει «σωστά-λάθος / κατάλληλα-ακατάλληλα ειπωμένο». Επίσης, οι περισσότερες είναι πρακτικές διόρθωσης του γραπτού λόγου· άρα, «σωστό-λάθος» σημαίνει κυρίως «σωστά-λάθος γραμμένο ή διατυπωμένο». Αλλά βέβαια γίνονται διορθώσεις και του προφορικού λόγου, όπως στην ορθοφωνία ή στις οδηγίες καλής διαλογικής συμπεριφοράς (λ.χ., «να μην υψώνουμε τη φωνή»).

Τη διορθωτική πρακτική τη γνωρίζουμε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από τη διορθωτική οδηγία. Αν, λ.χ., βγει μια διορθωτική οδηγία η οποία να λέει: «δεν πρέπει εφεξής να λέμε και να γράφουμε «αποφασίζω ότι»· πρέπει να λέμε και να γράφουμε «αποφασίζω να», τότε υποθέτουμε ότι τουλάχιστον αυτός που έβγαλε την οδηγία (η Ιωάννα Παπαζαφείρη εν προκειμένω) την εφαρμόζει, προσπαθεί δηλαδή να συμμορφώσει τη γλωσσική πρακτική με την οδηγία.

Υπάρχει λοιπόν ένα τουλάχιστον άτομο στην ομάδα όλων όσοι ακολουθούν μια διορθωτική οδηγία. Αλλά οι ομάδες αυτές είναι συνήθως πολυπληθείς και οργανωμένες. Οι διορθωτικές πρακτικές είναι συλλογικές και καθοδηγούμενες. Οι διορθωτικές οδηγίες, τουλάχιστον, προέρχονται πάντα από λίγους και απευθύνονται σε πολλούς· δυνάμει, απευθύνονται σε όλους τους εγγράμματους.

Με τον όρο «διορθωτική πρακτική» δεν πρέπει επίσης να εννοούμε αποκλειστικά την εργασία μιας επαγγελματικής ομάδας, των διορθωτών. Η παρεξηγημένη πρακτική αυτών των επαγγελματιών της γραφής έχει βέβαια ξεχωριστό ενδιαφέρον, διότι είναι πολύ πιο συγκροτημένη σε σύγκριση με την πρακτική άλλων ομάδων. Αλλά η διορθωτική πρακτική είναι φαινόμενο πολύ πιο συνολικό και πολύ πιο διαδεδομένο. Ας σκεφτούμε, λ.χ., τις διορθωτικές πρακτικές που συλλογικά ακολουθούνται σε μια κοινότητα σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών («κακιά λέξη»)· τη στάση που τηρείται απέναντι σε λέξεις-ταμπού («κακά»)· τη διορθωτική πρακτική του ευφημισμού («η επάρατος», «η τουαλέτα»)· της «πολιτικής ορθότητας» («άτομα με ειδικές ανάγκες» ή «με ειδικές δεξιότητες»)· την πρακτική διόρθωσης του γλωσσικού σεξισμού («στελεχώνω» αντί «επανδρώνω» «ο/η εκπαιδευτικός»)· τις πρακτικές της λογοκρισίας ή της αυτο-λογοκρισίας. Σημαντική είναι επίσης η διαδεδομένη σε πάμπολλες γλώσσες πρακτική του καθαρισμού, δηλαδή η πρακτικη «διόρθωσης» ξένων λέξεων («τηλεμαχία» αντί για «debate», «ευπώλητο» αντί για «μπεστ-σέλερ» κ.λπ.).

Ούτε πρέπει να θεωρείται ότι οι διορθωτικές οδηγίες αφορούν αποκλειστικά τον έναν ή τον άλλον εκφραστικό τρόπο ή συγκεκριμένες λέξεις μόνο - παρ' όλο που οι λέξεις είναι οι πιο ευσύνοπτοι στόχοι της διορθωτικής πρακτικής. Διορθωτικές οδηγίες μπορεί να περιορίζουν λεκτικές πράξεις (λ.χ., τη βρισιά) ή λεκτικά συμβάντα (λ.χ., μια συνέντευξη ή μια τηλεοπτική συζήτηση). Οι διορθωτικές οδηγίες μπορεί ν' αφορούν ολόκληρα πεδία ή επίπεδα λόγου (όπως οι οδηγίες για τη συγγραφή μαθητικών εκθέσεων, οι οδηγοί για δημοσιογράφους, τα εγχειρίδια συγγραφής πανεπιστημιακών εργασιών κ.λπ), ακόμη και ολόκληρες εκφραστικές φόρμες (από πολλούς θεωρείται, λ.χ., «εθνικός στίχος» ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος). Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην έρευνά μας, αν ανοίξουμε και άλλο τον ορισμό, αισθητικά κινήματα, στο μέτρο που συμμορφώνονται με ειδικά γλωσσικά πρότυπα (βλ., π.χ., πως παριστάνεται η «φυσική συνομιλία» στο λογοτεχνικό νατουραλισμό), λογοτεχνικά ρεύματα ή «γενεές» (πβ. τη γενιά του 1930 με τη γενιά του 1880). Δεν μπορούμε ν' αγνοήσουμε κείμενα και συγγραφείς που λειτουργούν ως γραμματειακά πρότυπα (π.χ., Σολωμός, Σεφέρης· και σε μικρότερη κλίμακα, ως δοκιμιακά πρότυπα για τις ανώτατες σχολές: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ευ. Παπανούτσος, κ.ά.). Θα πρέπει να σταθούμε σε κείμενα που συχνά επαναμεταφράζονται (π.χ., ομηρικά έπη). Μπορεί σε διορθωτικές συμπεριφορές να συμπυκνώνονται αισθητικές προκαταλήψεις για επιμέρους εκφράσεις («έκφραση εύηχη / κακόηχη / άσχημη / άκομψη / άκαμπτη / απροσδιόνυση» κ.λπ) ή για ολόκληρες γλώσσες (λ.χ., «τα ωραία ελληνικά», «τη μουσικότητα της ιταλικής», «τα βάρβαρα γερμανικά»). Αιτιολογημένη διορθωτική πρακτική ασκείται και στη φιλοσοφία της γλώσσας: η φιλοσοφία της καθημερινής γλώσσας διορθώνει τα λάθη του φιλοσοφικού λόγου με πρότυπο την καθημερινή γλώσσα, ενώ αντίθετα, το κίνημα του λογικού θετικισμού διορθώνει την καθημερινή γλώσσα με πρότυπο μια γλώσσα «καθολική», απαλλαγμένη, υποτίθεται, από τα «λάθη» και τις «ασάφειες» του καθημερινού, προ-επιστημονικού λόγου. Αλλά, ενώ η φιλοσοφία της γλώσσας διορθώνει, κατά κάποιον τρόπο, τη σχέση της γλώσσας με την πραγματικότητα, η συνήθης διορθωτική πρακτική μοιάζει να δημιουργεί την πραγματικότητα που διορθώνει.

Όσο και ν' ανοίξουμε τον ορισμό της διορθωτικής πρακτικής, δύο παραμένουν τα εντελώς απαραίτητα συστατικά της. Η διορθωτική πρακτική είναι:

  1. γλωσσική και
  2. μεταγλωσσική

- και είναι και τα δύο ταυτοχρόνως. Εννοώ ότι η διορθωτική πρακτική επιτελείται στη γλώσσα με βάση ένα μεταγλωσσικό πρότυπο. Το μεταγλωσσικό πρότυπο έχει τη μορφή μιας οδηγίας, η οποία συνήθως μπορεί να διατυπωθεί ως μιας αιτιολογημένη δεοντική πρόταση, (δηλαδή μια πρόταση με το «πρέπει» και το «διότι»: «δεν πρέπει να λέμε ή να γράφουμε Χ· πρέπει να λέμε ή να γράφουμε Ψ, διότι…"). Και η γλωσσική οδηγία, όταν ακολουθείται, έχει αποτέλεσμα την ανάλογη γλωσσική πρακτική, δηλαδή αποτέλεσμά της είναι να μην λέμε ή να μη γράφουμε Χ αλλά να λέμε ή να γράφουμε Ψ. Ας παρατηρηθεί ότι η γλωσσική οδηγία εμφανίζεται όταν υπάρχει και το Χ και το Ψ, όταν δηλαδή στη γλώσσα παρουσιάζεται διαφοροποίηση (ή «ποικιλότητα», όπως λένε οι γλωσσολόγοι).

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42