ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Baker C. 1992. Attitudes and Language
- Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
- Αλεξάκης, Β. 2003. Οι ξένες λέξεις.
- Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
- α. Αποσπάσματα από επιστολές αναγνωστών σε εφημερίδες: ζητήματα γλωσσικής υπόστασης ποικιλιών, β. Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
- Χάρης, Γ. Η. 2003. Το στοίχημα ή τα μεταξωτά βρακιά. Στο Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη.
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Η φύση της γλώσσας: Γλώσσα και ιστορία.
- Μοσχονάς, Σ. Α. Διορθωτικές πρακτικές.
- Αποσπάσματα από επιστολές αναγνωστών σε εφημερίδες: ζητήματα μορφής της γλώσσας.
- Κακριδή-Φερράρι, Μ. 2005. Γλώσσα και κοινωνικό περιβάλλον: Ζητήματα Κοινωνιογλωσσολογίας.
- α. Calvet, L.-J. 1999. Όταν οι γλωσσικές αναπαραστάσεις επινοούν τις γλώσσες, β. Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Η φύση της γλώσσας: Γλώσσα και ιστορία.
- Strubell, M. 1999. Στάσεις απέναντι στη γλώσσα: Αποδυνάμωση των ισχυρών γλωσσών και ενίσχυση των ασθενών.
- α. Baker, C. 2001. Εισαγωγή στη διγλωσσία και τη δίγλωσση εκπαίδευση, β. Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
- Μοσχονάς, Σ. Α. Διορθωτικές πρακτικές
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Η φύση της γλώσσας: Γλώσσα και ιστορία.
- Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες
- Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες
- Καρυολαίμου, Μ. 1993. Μεταγλωσσικά σχόλια και γλωσσικές στάσεις
- Αρχάκης, Α. & Μ. Κονδύλη. 2004. Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας
- Trudgill, P. 1983. On Dialect (Social and Geographical Perspectives)
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Στάσεις απέναντι στη γλώσσα
Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007)
Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001.
Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 110-111. © ΜεταίχμιοΟρίζοντας τις γλωσσικές στάσεις
Υπάρχουν δύο αντιμαχόμενες θεωρίες για τη φύση και τη μελέτη των στάσεων που αφορούν τη γλώσσα (Fasold 1991). Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η οποία ονομάζεται νοησιαρχική [mentalist], η στάση ενός ανθρώπου προετοιμάζει το άτομο να αντιδράσει σε ένα δεδομένο ερέθισμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η προσέγγιση αυτή θεωρεί τη στάση ως μια εσωτερική πνευματική κατάσταση που δημιουργείται από κάποιου τύπου ερέθισμα και η οποία μπορεί να προκαλέσει την ακόλουθη αντίδραση του οργανισμού. Αυτή η άποψη δημιουργεί προβλήματα για την πειραματική μέθοδο, γιατί, εάν μια στάση είναι μια εσωτερική κατάσταση ετοιμότητας, και όχι μια παρατηρήσιμη αντίδραση, θα πρέπει να εξαρτώμαστε από τις απαντήσεις του ατόμου για να καθορίσουμε το ποιες είναι οι στάσεις του ή να βγάλουμε συμπεράσματα για τις στάσεις έμμεσα από τα πρότυπα συμπεριφοράς. Η άλλη προσέγγιση των στάσεων είναι η συμπεριφοριστική [behaviourist]. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι στάσεις θα βρεθούν απλώς από τις απαντήσεις των ανθρώπων σε κοινωνικές καταστάσεις. Αυτή η θεώρηση κάνει ευκολότερη την έρευνα, μια και δεν απαιτεί έμμεσα συμπεράσματα. Είναι απαραίτητο μόνο να παρατηρήσουμε, να πινακοποίησουμε και να αναλύσουμε την ανοικτή συμπεριφορά. Οι στάσεις αυτού του είδους όμως δεν θα είναι ενδιαφέρουσες, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν άλλη συμπεριφορά. Η πλειοψηφία των ερευνών υιοθετεί την πρώτη προσέγγιση, παρά τα όποια προβλήματα έχει.
Γενικά, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι που δέχονται τον συμπεριφοριστικό ορισμό αντιλαμβάνονται τις στάσεις αποσπασματικά, ενώ αντίθετα οι οπαδοί της νοησιαρχικής προσέγγισης [mentalists] συνήθως θεωρούν τη στάση τρισδιάστατη, αποτελούμενη από το γνωστικό στοιχείο, το συναισθηματικό και τη συμπεριφορά του ατόμου. Ένας ορισμός που είναι γενικά αποδεκτός από τη σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία παρατίθεται από τον Γεώργα (1986α, 124): «Με τη χρήση της έννοιας στάση προς κάποιο αντικείμενο, κάποια ιδέα ή κάποιο πρόσωπο, εννοείται ένα διαρκές σύστημα με γνωστικό στοιχείο, συναισθηματικό στοιχείο και, τέλος, με κάποια τάση προς την έκφραση συμπεριφοράς».