Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Στάσεις απέναντι στη γλώσσα
Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007)
α. Αποσπάσματα από επιστολές αναγνωστών σε εφημερίδες, τα οποία δείχνουν τη στάση τους απέναντι σε ζητήματα γλωσσικής υπόστασης ποικιλιών
Πρόκειται για παραλογισμό να παραγνωρίζεται η συμβολή της διδασκαλίας της Αρχαίας στον πλουτισμό της θυγατρικής της Νεοελληνικής. |
Στις ευρωπαϊκές μάλιστα γλώσσες περιλαμβάνονται περί το 30% λέξεις ελληνικής προέλευσης, γεγονός που γενικά για τους δυτικόγλωσσους σημαίνει και ότι: α) είναι αδύνατον να γνωρίζουν εντελώς τη γλώσσα τους, αν αγνοούν την Ελληνική και β) αν «αποκαθαίρονταν» οι γλώσσες τους από τις ελληνικές τους ρίζες, θ' απέβαινε προβληματική ακόμη και η συνεννόηση μεταξύ τους |
Ιδιαίτερα όσον αφορά στην αρχαία ελληνική, που αποτελεί τη μήτρα όλων των γλωσσών του καλούμενου δυτικού πολιτισμού, περιλαμβανομένης της λατινικής. Οι επικριτές εμφανιζόμενοι πάντοτε ως «προοδευτικοί» άμεσα ή έμμεσα ξεκινούν από το «θεώρημα» της ύπαρξης των δύο γλωσσών, της αρχαίας και της νέας ελληνικής. Πλανώνται πλάνην οικτράν. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαυσε να είναι ενιαία, διότι υπέστη οργανικές μεταλλάξεις στη διαδρομή του χρόνου. Οργανικές, που σημαίνει ότι δεν υπήρξαν «κατασκευαστικές» παρεμβάσεις, όπως π.χ. εκείνη της Γαλλικής Ακαδημίας για τη γαλλική γλώσσα και η μετάφραση της Βίβλου σε μια ενιαία γερμανική από τον Λούθηρο, όπως συνέβη με τη γερμανική |
Γνωρίζω πολύ καλά ότι η κυρία υπουργός έχει τη διάθεση να βοηθήσει, κατά το δυνατόν, στην αποκατάσταση των τραυμάτων που έχει δεχθεί η γλώσσα μας και κυρίως οι ρίζες της, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, αλλά προχωρεί με πολύ αργό βήμα, που θυμίζει … σημειωτόν. |
Η εξαγγελθείσα προσθήκη ολίγων ωρών στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία της μέσης εκπαιδεύσεως είναι ένα δείγμα των προθέσεών της, αλλά εάν δεν φροντίσει να αναμορφωθεί εκ θεμελίων το σύστημα διδασκαλίας τους και κυρίως να εισαχθεί και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε πολύ απλή και κατανοητή μορφή, εν είδει παιδιάς, η προαναφερομένη προσθήκη δεν πρόκειται να έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα |
Πρώτον, η γλωσσική μορφή, η λεγόμενη δημοτική, η οποία επεβλήθη υποχρεωτικώς ως καθολικό όργανο εκφράσεως του έθνους, δεν είχε λεξιλογική επάρκεια ούτε γραμματική αυτοτέλεια και αυτοδυναμία και ήταν μορφολογικώς ρευστή. |
Διότι η δημοτική (ας μη γελιόμαστε) δεν έχει κανόνες. Τη μαθαίνουμε από την ανάγνωση νεοελληνικών κειμένων και την καθημερινή μας ομιλία-συζήτηση. Η καθαρεύουσα, αν και νεκρή γλώσσα, πλουτίζει το λεξιλόγιό μας και τελειοποιεί την έκφρασή μας - εφόδια που συνθέτουν τον γλωσσικά μορφωμένο Έλληνα |
Είναι εθνικού χαρακτήρος το ζήτημα της εξώσεως όλων των σλαβικών τοπωνυμιών που έχουν παραμείνει στη χώρα μας, ονόματα χωριών, πόλεων, λιμνών, ποταμών, ορέων. Είναι ακατανόητον το μικρό σλαβικό κρατίδιο των Σκοπίων να έχει σφετερισθεί το όνομα της Μακεδονίας μας και εμείς να μην εξαφανίζουμε τα σλαβικά τοπωνύμια που έχουν παραμείνει ακόμα στη χώρα μας. |
Απευθύνω έκκληση με το παρόν προς τους μαθητές των γυμνασίων και τους γονείς τους να απόσχουν από τα μαθήματα διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας και να δώσουν αυτοί έτσι ένα μάθημα πατριωτισμού στον ανθέλληνα αυτόν υφυπουργό. |
β.
Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001.
Γλώσσα και κοινωνία. Βασικές έννοιες.
Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 122-126.
© Μεταίχμιο
Η μελέτη των γλωσσικών στάσεων είναι αρκετά χρήσιμη ως εργαλείο για να διαφωτίσει την κοινωνική σημασία της γλώσσας καθώς και ένας τρόπος κατανόησης του πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα ως σύμβολο της υπαγωγής σε μια ομάδα, κυρίως σε περιπτώσεις γλωσσικής επαφής.
Έχουμε δει μέχρι τώρα ότι η γλώσσα λειτουργεί ως σύμβολο ταυτότητας για τις εθνογλωσσικές ομάδες. Σε περιπτώσεις επαφής με άτομα της έξω-ομάδας, η απόκλιση της ομιλίας ή η διατήρηση της μητρικής γλώσσας μπορεί να στοχεύει στο να δηλώσει την ταυτότητα της ομάδας απέναντι σε μέλη της έξω-ομάδας ή στο να δηλώσει τη δυσαρέσκεια προς το συνομιλητή ως άτομο. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι ομιλητές των αγγλικών των Αππαλαχίων Ορέων έχουν αντιμετωπίσει αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις απέναντι στην ομάδα τους, δημιουργεί έναν ακόμη παράγοντα που ενισχύει τις θετικές στάσεις τους απέναντι στη μη-πρότυπη διάλεκτό τους (Appalahian English), ο οποίος τελικά μπορεί να παίξει ρόλο στη ζωτικότητα και τη διατήρηση της γλωσσικής ποικιλίας τους καθώς και στην αλληλεγγύη της έσω-ομάδας (Luhman 1990). Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μια μελέτη στάσεων εξέτασε τα αρβανίτικα ως πιθανή γλώσσα ταυτότητας της ομάδας ανάμεσα στους Αρβανίτες στην Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας ένα κλειστό ερωτηματολόγιο, οι Trudgill και Tzavaras (1977) βρήκαν ότι τα αρβανίτικα φθίνουν ως γλώσσα ταυτότητας της ομάδας. Οι ερωτήσεις που τέθηκαν στα υποκείμενα της έρευνας ήταν οι εξής: «Σου αρέσει να μιλάς αρβανίτικα;», «Θεωρείς ότι είναι πλεονέκτημα να μιλάς αρβανίτικα;», «Είναι απαραίτητο να μιλάς αρβανίτικα για να είσαι Αρβανίτης;». Οι απαντήσεις δείχνουν ότι όλες οι ηλικιακές ομάδες δεν θεωρούν απαραίτητο να μιλάει κανείς αρβανίτικα για να είναι Αρβανίτης, εκτός από τους πολύ νέους. Οι συγγραφείς εξηγούν αυτό το εύρημα από το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα αντιλαμβάνονται ότι τα αρβανίτικα πεθαίνουν, αλλά θέλουν να πιστεύουν ότι παρ' όλα αυτά μπορεί να διατηρηθεί η ταυτότητά τους. Οι νεότεροι ομιλητές, από την άλλη, είναι περισσότερο αισιόδοξοι για το μέλλον των αρβανίτικων, χωρίς να έχουν όμως αντίληψη της πραγματικής κατάστασης. Σε μια άλλη μελέτη που διεξήχθη από τη Holmes κ. ά. (1993) και αφορούσε την εθνογλωσσική διατήρηση της ελληνικής κοινότητας στο Wellington της Νέας Ζηλανδίας, βρέθηκε ότι τα μέλη της έχουν θετική στάση απέναντι στην ελληνική γλώσσα. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι, ενώ η πρώτη γενιά των Ελλήνων θεωρεί τη γνώση της ελληνικής γλώσσας ως βασική πολιτισμική αξία, σημαντική για την εθνοτική τους ταυτότητα, η δεύτερη γενιά των Ελλήνων τη θεωρεί σημαντικό αλλά όχι καθοριστικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας. Παρ' όλα αυτά, η δεύτερη γενιά των Ελλήνων θεωρεί την ελληνική γλώσσα χρήσιμη. Οι ομιλητές των μειονοτικών γλωσσών συχνά έχουν αρνητική στάση απέναντι στη γλώσσα τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τη θεωρούν σημαντική. Η γλώσσα μπορεί να αξιολογείται θετικά για κοινωνικούς, υποκειμενικούς και συναισθηματικούς λόγους, ιδιαίτερα από τους νεότερους ομιλητές (Appel & Muysken 1987).
Σε περιπτώσεις κοινωνικής διγλωσσίας -είτε πρόκειται για την αρχική περιγραφή της που έγινε από τον Ferguson (1959) είτε για την ευρεία έννοια της διγλωσσίας-, οι στάσεις της κοινότητας απέναντι στην υψηλή και τη χαμηλή ποικιλία είναι πολύ σημαντικές. Η συνηθισμένη στάση είναι ότι η υψηλή γλώσσα είναι πιο αυθεντική και καλύτερη γλώσσα απ' ό,τι η χαμηλή γλώσσα. Γενικότερα, οι ομιλητές που χρησιμοποιούν μια ποικιλία υψηλότερου κύρους αξιολογούνται θετικότερα ως προς την εξυπνάδα, το επαγγελματικό κύρος, ενώ οι ομιλητές που χρησιμοποιούν μια ποικιλία χαμηλότερου κύρους αξιολογούνται θετικότερα ως προς τη φιλικότητα, την εμπιστοσύνη, την τιμιότητα. Η έρευνα σε διάφορα μέρη του κόσμου έχει δείξει ότι οι ομιλητές της υψηλής ή πρότυπης ποικιλίας συνδέονται με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το κοινωνικο-οικονομικό κύρος, ενώ οι διαλεκτόφωνοι ομιλητές ή οι ομιλητές της χαμηλής ποικιλίας χαρακτηρίζονται λιγότερο θετικά σε σχέση με αυτές τις διαστάσεις. Οι δύο βασικές διαστάσεις είναι το κύρος και η αλληλεγγύη (βλ. Saville-Troike 1995· Hewstone & Giles 1997). Οι περισσότερες κοινωνιογλωσσολογικές έρευνες πάνω στις γεωγραφικές και τις κοινωνικές ποικιλίες εξισώνουν την «πρότυπη ποικιλία» με το «κύρος», αλλά η σχέση μεταξύ αυτών των διαστάσεων είναι πολύ πιο σύνθετη (πβ. Φραγκουδάκη 1987· Saville-Troike 1995). Αν και δεν υπάρχει καμιά έμφυτη κοινωνική αξία που να συνδέεται με κάποια γλωσσική ποικιλία, οι κοινωνικές αξίες που αποδίδονται σε ορισμένες ομάδες στην κοινωνία αποδίδονται και στους γλωσσικούς τύπους που χρησιμοποιούνται από αυτές τις ομάδες (Wolfram 1997). Ορισμένες γλωσσικές ποικιλίες θεωρούνται ότι έχουν κοινωνικό κύρος, ενώ άλλες ότι είναι κοινωνικά στιγματισμένες. Τα κοινωνιογλωσσικά στερεότυπα τείνουν να είναι υπερβολικά κατηγορηματικά και είναι συχνά απλοϊκά από γλωσσική άποψη, αν και προέρχονται από μια βασική κοινωνιογλωσσική πραγματικότητα. Επίσης τα στερεότυπα αφορούν συχνότερα το λεξιλόγιο και όχι γενικούς φωνολογικούς και γραμματικούς κανόνες. Στο σημείο αυτό παραπέμπουμε σε μια μελέτη (Ζερβού 1994) για τη χρήση της διαλέκτου και τα στερεότυπα που σχετίζονται με αυτήν στο νεοελληνικό θέατρο του 19ου αι. και των αρχών του 20ού αιώνα. Για παράδειγμα, στη μελέτη αυτή όσοι μιλούν ιδιωματικά παρουσιάζονται ως αγροίκοι, απαίδευτοι και αντιπαθείς, ενώ κατ' αναλογία τα ιδιώματα θεωρούνται «τεκμήρια απαιδευσίας αγροίκων ιδιώματα», σύμφωνα με τη διατύπωση του Χατζηδάκι (παρατίθεται στη Δελβερούδη 1999).
Συμπερασματικά, λοιπόν, η έρευνα που περιλαμβάνει συγκριτικές αξιολογήσεις της πρότυπης και της μη-πρότυπης γλώσσας σχεδόν πάντα καταλήγει σε σημαντικά υψηλότερες αξιολογήσεις για την πρότυπη ομιλία όσον αφορά το κύρος. Σχεδόν σε όλες τις χώρες, οι ομιλητές της πρότυπης γλώσσας σε σχέση με τους διαλεκτόφωνους ομιλητές θεωρούνται περισσότερο επιτυχημένοι, έξυπνοι, πλούσιοι και μορφωμένοι (Luhman 1990).
Παραδείγματα τέτοιων ερευνών παρουσιάζονται από τη Saville-Troike (1995). Μια σχετική έρευνα προέρχεται από την Ιαπωνία, η οποία είναι μια πολύ σύνθετη κοινότητα ομιλητών, στην οποία η διαλέκτος του Τόκυο θεωρείται η πρότυπη και όλες οι υπόλοιπες μη-πρότυπες. Σε αυτή την περίπτωση συνδέονται διαφορετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας με τις διάφορες μη-πρότυπες ποικιλίες. Οι ομιλητές της Zuzu Ben (στην ανατολική Ιαπωνία) θεωρούνται τραχείς και αντιπαθητικοί, ενώ οι ομιλητές της ποικιλίας που ομιλείται στην Οσάκα (στη δυτική Ιαπωνία) θεωρούνται φιλικοί και ευγενικοί. Ένα άλλο παράδειγμα προέρχεται από το Kathmandu Valley στο Nepal, όπου οι ποικιλίες της Newari διακρίνονται βασικά σε πρότυπες και μη-πρότυπες. Οι ομιλητές των μη-πρότυπων ποικιλιών θεωρούνται «χωρικοί», και έτσι άξεστοι, αγροίκοι, αφελείς και λιγότερο έξυπνοι απ' ό,τι οι ομιλητές των πρότυπων ποικιλιών. Επίσης εμφανίζονται ότι είναι έντιμοι, ειλικρινείς, ταπεινοί και εξυπηρετικοί. Οι ομιλητές της πρότυπης ποικιλίας κρίνονται ως μορφωμένοι, πλούσιοι, έξυπνοι, φινετσάτοι και προοδευτικοί, αλλά επίσης περισσότερο πονηροί, εγωιστές, υπερόπτες και ανέντιμοι απ' ό,τι οι ομιλητές των μη-πρότυπων ποικιλιών. Μια σχετική έρευνα μελέτησε τις στάσεις των νέων απέναντι στη «δημοτική» και την «καθαρεύουσα» στην Ελλάδα (Αραποπούλου 1996). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ο ομιλητής θεωρείται μεγαλύτερης ηλικίας, υψηλότερης μόρφωσης και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, καθώς επίσης και ότι εντάσσεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ανώτερες κοινωνικο-επαγγελματικές τάξεις όταν χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα -η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται η υψηλή ποικιλία-, παρά όταν χρησιμοποιεί τη δημοτική, η οποία θεωρείται η χαμηλή ποιλικία. Αντίθετα, ο ομιλητής της δημοτικής βαθμολογείται υψηλότερα από τον ομιλητή της καθαρεύουσας ως προς τα χαρακτηριστικά της φιλικότητας και της αξιοπιστίας τα οποία αφορούν τη διάσταση της αλληλεγγύης. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ο ομιλητής της δημοτικής κρίνεται πιο προοδευτικός και καλύτερος χρήστης της γλώσσας από τον ομιλητή της καθαρεύουσας, ενώ δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση στα χαρακτηριστικά κύρους ανάμεσα στις δύο ποικιλίες της ελληνικής γλώσσας. Μια παρόμοια έρευνα που διεξήχθη στην Κύπρο εξέτασε τις στάσεις απέναντι στην κυπριακή διάλεκτο και την πρότυπη ελληνική γλώσσα (Papapavlou, 1997). Τα αποτελέσματα κατέγραψαν σαφώς τις περισσότερο θετικές στάσεις των Ελληνο-Κυπρίων ως προς την πρότυπη ελληνική γλώσσα παρά ως προς την κυπριακή διάλεκτο, αξιολογώντας τους χρήστες της πρώτης ως περισσότερο ελκυστικούς, φιλόδοξους, έξυπνους, μορφωμένους, ενδιαφέροντες, μοντέρνους και ευχάριστους. Από την άλλη πλευρά, οι ομιλητές της πρότυπης γλώσσας θεωρήθηκαν λιγότερο ειλικρινείς, φιλικοί, ευγενικοί ή με αίσθηση χιούμορ σε σχέση με τους ομιλητές της διαλέκτου.
Μια έρευνα στάσεων σχετικά με Μεξικανο-Αμερικανούς που διεξήχθη από τους Carranza και Ryan (1975) έδειξε ότι τόσο οι Αγγλο- όσο και οι Μεξικανο-Αμερικανοί αξιολόγησαν τα αγγλικά υψηλότερα απ' ό,τι τα ισπανικά σε κλίμακες κύρους, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και σε κλίμακες αλληλεγγύης, που ήταν ένα απρόσμενο αποτέλεσμα για τους Μεξικανούς-Αμερικανούς. Παρόμοια αποτελέσματα παρουσίασε μια άλλη έρευνα (D' Anglejan & Tucker 1973) που εξέτασε τα ευρωπαϊκά γαλλικά και δύο ποικιλίες των καναδικών γαλλικών στο Κεμπέκ και βρήκε ότι οι ομιλητές των ευρωπαϊκών γαλλικών αξιολογήθηκαν όχι μόνο ως πιο έξυπνοι και μορφωμένοι αλλά και ως πιο αρεστοί από τους ομιλητές των καναδικών γαλλικών στο Κεμπέκ. Το αποτέλεσμα που αφορούσε την «αρεστότητα» ήταν το αναπάντεχο. Αντίθετα, σε μια έρευνα που αφορούσε τις γλωσσικές στάσεις στη Βαρκελώνη βρἐθηκε ότι η καταλανική γλλώσσα είχε μεγαλύτερο κύρος απ' ό,τι τα καστιλιάνικα, ανεξάρτητα από την εθνογλωσσική καταγωγή του ομιλητή ή του ακροατή. Το αναπάντεχο σε αυτή την έρευνα είναι ότι μια μειονοτική γλώσσα έχει μεγαλύτερο κύρος από την πρότυπη γλώσσα, γεγονός όμως που οφείλεται στο μεγαλύτερο κοινωνικο-οικονομικό κύρος των Καταλανών στην περιοχή. Όσον αφορά την αλληλεγγύη, βρέθηκε ότι οι εθνογλωσσικές ομάδες στην Καταλονία δείχνουν μια προτίμηση για τη δική τους γλώσσα (Woolard & Gahng 1990).
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42