ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Παυλίδου, Θ.-Σ. 1999.: Αναζητώντας μια θεωρία της γλωσσικής ανισότητας
- Χριστίδης, Α.-Φ. 1999.: Στάσεις απέναντι στην πολυγλωσσία
- Strubell, M. 1999.: Στάσεις απέναντι στη γλώσσα
- Paker, S. 2006.: Επίδραση-μίμηση-μετάφραση ή μετάφραση- μίμηση-επίδραση; Μια προβληματική αμοιβαία σχέση στον λογοτεχνικό-ιστορικό λόγο του Mehmed Fuad Köprülü.
- Λιάκος, Α. 2001.: «Εξ ελληνικής εις την ημών κοινήν γλώσσαν»
- Tonnet, H. 2003.: Για μια ιστορία της διαμόρφωσης του λεξιλογίου της κοινής νέας ελληνικής
- Truchot, C. 2005.: Οι εθνικές γλώσσες στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών γλωσσικών πολιτικών
- Slodzian, M. 2005.: Ευρωπαϊκή πολυγλωσσία και τεχνολογικοποίηση των γλωσσών
- Χριστίδης, Α.-Φ. 1999.: Στάσεις απέναντι στην πολυγλωσσία
- Slodzian, M. 2005.: Ευρωπαϊκή πολυγλωσσία και τεχνολογικοποίηση των γλωσσών
Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη
Η μετάφραση ως μέσο υποστήριξης των ασθενών γλωσσών
Σελλά, Ε.
Παυλίδου, Θ.-Σ. 1999.: Αναζητώντας μια θεωρία της γλωσσικής ανισότητας.
Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ε.Ε: όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη Μάρτιος 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, τόμ. Α, 187. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. © Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Το άρθρο αυτό, που αποτελεί συνέχεια προηγούμενης δουλειάς μου (Παυλίδου 1996), δεν εστιάζεται σε μια συγκεκριμένη έκφανση του γλωσσικού ηγεμονισμού, αλλά επιδιώκει να διερευνήσει τη δυνατότητα μιας ενιαίας θεώρησης των διαφόρων όψεών του και να εντοπίσει μερικά από τα προβλήματα που αναφύονται στην προσπάθεια αυτή. Παρά τη θεαματική αύξηση των μελετών που πραγματεύονται επιμέρους ανισότητες (βλ. π.χ. γλωσσικό σεξισμό, γλωσσικό ρατσισμό, γλωσσικό ιμπεριαλισμό, γλωσσισμό[1]) τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει μια συνολική αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών.
Η ποικιλία των προσεγγίσεων της ανισότητας είναι άμεσα αισθητή στη χρησιμοποιούμενη ορολογία στις διάφορες μελέτες, γεγονός που δυσχεραίνει τη σύγκριση και την αξιολόγηση των πορισμάτων τους, καθώς και την εκτίμηση της εμβέλειάς τους. Όροι όπως power, dominance, status, hegemony κλπ. σπάνια προσδιορίζονται ρητά, και ακόμη σπανιότερα διευκρινίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Οι διαφορές τους αφορούν τόσο τις «οντότητες» (π.χ. γλώσσες, γλωσσικές ποικιλίες, πρακτικές, κοινωνικές ομάδες, ομιλητές/τριες) στις οποίες αναφέρονται οι όροι αυτοί ή αντίστοιχα επίθετα (ισχυρός/ασθενής, κυρίαρχος/υποτελής κ.ο.κ.), όσο και τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδίδονται τα επίθετα αυτά.[2]
Παίρνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες (χρονικές, κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές κλπ.) κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε ο εκάστοτε προβληματισμός περί ανισότητας, αλλά και τον επί μέρους γλωσσικό χώρο στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκε ο αντίστοιχος λόγος, η ποικιλία των όρων είναι ως ένα βαθμό αναμενόμενη. Σήμερα όμως, αν θέλουμε να διατηρήσουμε αυτή την πολυμορφία, θα πρέπει να πείσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς αποτέλεσμα εννοιολογικής σύγχυσης και να κατανοήσουμε πώς (και αν, εν τέλει) οι διάφορες μορφές γλωσσικής ανισότητας έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους: Πώς συνδέεται λ.χ. ο γλωσσισμός με τον σεξισμό ή τον ρατσισμό; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ηγεμονία μιας γλώσσας ή γλωσσικής ποικιλίας με τη συγκεκριμένη ηγεμονική γλωσσική συμπεριφορά ενός συνομιλητή μας; Και τί συνεπάγονται οι ενδεχόμενες διαφορές ή ομοιότητες για την αντιμετώπιση των γλωσσικών ανισοτήτων, για τις ευθύνες μας στην ανοχή της κοινωνικής πραγματικότητας και για τις δυνατότητες κοινωνικής αλλαγής;[3]
1 Με τη λέξη γλωσσισμό αποδίδω τον όρο linguicism που εισήγαγαν οι Phillipson και Stutnabb-Kangas στη δεκαετία του '80 και ο οποίος αναφέρεται στις ιδεολογίες, τις δομές και τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση, την παραγωγή και την αναπαραγωγή μιας άνισης κατανομής εξουσίας και πόρων μεταξύ ομάδων που ορίζονται βάσει της γλώσσας (βλ. π.χ. Phillipson 1992, 47).
2 Για διεξοδικότερη συζήτηση αυτών των ζητημάτων πρβ. Παυλίδου 1996.
3 Θα ήθελα να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι το ενδιαφέρον μου για μια ενιαία θεωρία της γλωσσικής ανισότητας κινητοποιήθηκε πρωταρχικά από τον προβληματισμό μου σε θέματα γλωσσικού σεξισμού (βλ. π.χ. Παυλίδου 1984˙ 1991) και από τη δυσπιστία μου ως προς την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα διαφόρων ρυθμιστικών παρεμβάσεων στη γλώσσα με στόχο την εξάλειψη του γλωσσικού σεξισμού. Η αποδοχή όμως παρόμοιων ενεργειών στην περίπτωση π.χ. μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που επιδιώκει την ισοτιμία διαφόρων γλωσσικών ποικιλιών οδηγεί σε αντιφάσεις ως προς την επιλογή των μέσων για την αντιμετώπιση των γλωσσικών ανισοτήτων (πρβ. και Παυλίδου 1996).