Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὤνιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὤνιος, , -ον και -ος, -ον (ὦνος), 1. αγοραστός, αυτός που τίθεται προς πώληση, Λατ. venalis· πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; πόσο μπορεί να αγοραστεί το σιτάρι; σε Αριστοφ.· ἐςὤνιον ἐλθεῖν, έρχομαι στην αγορά, μπαίνω σε διαδικασία αγοραπωλησίας, σε Θέογν.· ὤνιον εἶναι, κάτι βρίσκεται προς πώληση, σε Πλάτ.· τὰὤνια, αγαθά προς πώληση, εμπορεύματα στην αγορά, σε Ξεν. κ.λπ.· με γεν. της τιμής, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠνία, σε Αισχίν. 2. λέγεται για τη δωροδοκία άρχοντα μέσω χρημάτων ή δώρων, σε Αριστ.