LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Γ"
- Γ, γ, γάμμα, άκλιτο, το τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό γʹ = τρεις, τρίτος· αλλά, ͵γ = 3.000. I. Το γ είναι το μεσαίο ουρανικό άφωνο γράμμα, μεταξύ του ψιλόπνοου κ και του δασύπνοου χ. Πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ και πριν από το διπλό ξ προφέρεται ως ν ένρινο, όπως στα ἄγγος, ἄγκος, ἄγχι, ἄγξω· μπροστά από τα ίδια αυτά γράμματα το ἐν- ως συνθετικό γίνεται ἐγ-. II. μετατροπές του γ κ.λπ., 1. το γ μερικές φορές προτάσσεται, π.χ. αἶα γαῖα, lac γλάγος, γάλακτος, νοέω γνῶναι, νέφος γνόφος. 2. μερικές φορές εναλλάσσεται με το β, βλ. Β, β I. 1· μερικές φορές εναλλάσσεται και με το κ, π.χ. γνάπτω, κνάπτω.
- γᾰ, Δωρ. αντί γε.
- γᾶ, Δωρ. και Αιολ. αντί γῆ, γη.
- γάγγᾰμον, τό, μικρό στρογγυλό δίχτυ για τη συλλογή οστράκων· μεταφ., το δίχτυ, δουλείας γάγγᾰμον, σε Αισχύλ. (άγν. προέλ.).
- Γάδειρα[ᾰ], Ιων. Γήδειρα, -ῶν, τά, Λατ. Gades, Cadiz, σε Ηρόδ.· επίθ., Γαδειραῖος πορθμός, τα Στενά του Γιβραλτάρ, σε Πλούτ.· επίρρ., Γᾰδειρόθεν, σε Ανθ.
- γάζα, ἡ, Λατ. gaza, θησαυρός, σε Θεόκρ. (περσική λέξη).
- γαζο-φύλαξ[ῠ], -ακος, ὁ, θησαυροφύλακας, ταμίας· από όπου, γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιο, ταμείο, σε Κ.Δ.
- γᾱθέω, γάθω, Δωρ. αντί γηθέω, γήθω.
- γαῖα, ἡ γεν. γαίης, Αττ. γαίας, δοτ. γαίᾳ, αιτ. γαῖαν· ποιητ. αντί γῆ, I. 1. χώρα, τόπος, σε Όμηρ., Τραγ.· φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, σε κάποιου τα προσφιλή πάτρια εδάφη, στην αγαπητή πατρίδα του, σε Όμηρ. 2. χώμα, έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ. II.Γαῖα, ως κύριο όνομα, Gaia, Tellus, Γη, σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων, σε Ησίοδ.
- Γαιήϊος, -η, -ον (Γαῖα), αυτός που φύτρωσε από τη Γη, σε Ομήρ. Οδ.
- γαιή-οχος (ἔχω), Δωρ. γαιά-οχος, -ον, I. ποιητ. αντί γηοῦχος, αυτός που βαστά, συγκρατεί, περικλείει τη γη, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Όμηρ., Τραγ. II. αυτός που προστατεύει τη χώρα, σε Σοφ.
- γάϊος[ᾱ] , α, ον, Δωρ. αντί γήϊος, αυτός που βρίσκεται πάνω στη στεριά, σε Αισχύλ.
- γαίω, αγάλλομαι, χαίρομαι· μόνο στη μτχ., κύδεϊ γαίων, σε Ομήρ. Ιλ. (√ΓΑΥ ή ΓΑϜ, πρβλ. γαῦρος, Λατ. gaudium).
- γάλα[˘˘], τό, γεν. γάλακτος, σπάνια γάλατος· γάλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων γάλα, παροιμ. ρήση για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το γάλα», σε Αριστοφ. [πιθ. √ΓΛΑΚ ή ΓΛΑΛ, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, γλάγος, και (με το γ να έχει εκπέσει) Λατ.lac, lactis].
- γᾰλᾰ-θηνός, -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.
- γᾰλάκτινος, -η, -ον (γάλα), γαλακτώδης, λευκός όπως το γάλα, σε Ανθ.
- γᾰλακτο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.
- γᾰλακτο-πότης, -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει γάλα, σε Ηρόδ.
- γᾰλακτο-φάγος, -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.
- γᾰλάνα, γαλᾱνός, Δωρ. αντί γαλήνη, γαληνός.