Αποτελέσματα για: "Θ"
Βρέθηκαν 824 λήμματα [1 - 20]
-
Θ, θ, θῆτα, τό, άκλιτο, το όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, θʹ = ἐννέα, ἔνατος, αλλά ͵θ = 9.000. Το θ είναι το δασύπνοο άφωνο που σχετίζεται με το ψιλόπνοο τ και το μέσο δ. I.Το θ μερικές φορές τρέπεται σε φ, όπως θλάω, φλάω· ομοίως στα Λατ. θήρ (Αιολ. φήρ) fera· θύρα fores· από το b, όπως ἐρυ-θρός ruber, οὖθαρ uber· II.μεταβολές του θ στις ελλην. διαλέκτους· 1. Λακών, σε σ, όπως σάλασσα σεῖος Ἀσάνα Παρσένος αντί θάλασσα θεῖος Ἀθάνα παρθένος. 2. Αιολ. και Δωρ. τροπή σε τ, όπως αὖτις ἐντεῦθεν αντί αὖθις ἐντεῦθεν· 3. όταν το θ επαναλαμβανόταν στις δύο επόμενες συλλαβές, το προηγούμενο γινόταν τ, όπως στο Ἀτθίς.
-
θᾰάσσω, Επικ. τύπος του θάσσω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κάθομαι, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. θαασσέμεν, σε Ομήρ. Οδ.
-
θἀδώλια, κράση αντί τὰ ἑδώλια.
-
θάεο[ᾱ], προστ. του θάομαι.
-
θᾱέομαι, Δωρ. αντί θηέομαι (Ιων. τύπος του θεάομαι), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. θάησαι, σε Ανθ. Π.
-
θάημα, -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.
-
θᾱητός, -ή, -όν, Δωρ. αντί θηητός.
-
θαἰμάτια, θαἰματίδια, κράση αντί τὰ ἱμάτια, κ.λπ.
-
θαιρός, ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.
-
θᾱκέω, το επόμ., σε Πλούτ.
-
θᾱκέω (θᾶκος), Ιων. και Δωρ. θωκέω, κάθομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.
-
θάκημα, -ατος, -τό, 1. η καθιστική θέση που παίρνει κάποιος ιδίως ως ικέτης, σε Σοφ. 2. έδρα, θρανίο, θέση, στον ίδ., Ευρ.
-
θάκησις, -εως, ἡ, το κάθισμα (ως κίνηση), το κάθισμα (ως τόπος), σε Σοφ.
-
θᾶκος, Ιων. και Επικ. θῶκος· Επικ. επίσης θόωκος, ὁ (θάσσω), I. 1. κάθισμα, καρέκλα, σε Όμηρ.· θῶκοιἀμπαυστήριοι, καθίσματα για ανάπαυση, σε Ηρόδ.· θᾶκος κραιπνόσυτος, λέγεται για το φτερωτό αρμά, σε Αισχύλ., κ.λπ. 2. έδρα αξιώματος, σε Αριστοφ. 3. απόπατος, αποχωρητήριο, σε Θεόφρ. II. στον Όμηρ., συνέδριο, συνέλευση, συγκέντρωση, συμβούλιο, σε Ομήρ. Οδ.· θῶκόνδε, στο συνέδριο, στο ίδ.· ἐν θώκῳ κατήμενος, παρακάθομαι σε συνέδριο, σε Ηρόδ.
-
θᾰλάμαξ, -ᾱκος, ὁ, ισοδύναμο του θαλᾰμίτης, σε Αριστοφ.
-
θᾰλάμευμα, -ατος, τό, ισοδύναμο του θαλάμη, σε Ευρ.
-
θᾰλάμη[ᾰ], ἡ, I. τόπος ενέδρας, τρύπα, φωλιά, σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τον τάφο, στον ίδ.· II. θάλαμος III, σε Λουκ.
-
θᾰλᾰμήιος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον, σε Ησίοδ.
-
θᾰλᾰμη-πόλος, ἡ (πολέομαι), I. καμαριέρα, υπηρέτρια υπεύθυνη για την κάμαρα της κυρίας της, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II.ὁ, ευνούχος της κρεβατοκάμαρας, σε Πλούτ. III. 1. σπάνια, γαμπρός, σε Σοφ. 2. ως επίθ., νυφικός, γαμήλιος, σε Ανθ. Π.
-
θᾰλᾰμιός, -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον· ως ουσ., I. θαλαμιός, ὁ = θαλαμίτης, σε Θουκ. II. 1. θαλαμία, Ιων. -ιή (λημ. κώπη), ἡ, το κουπί του θαλαμίτου, σε Αριστοφ. 2. (λημ. ὀπὴ) η τρύπα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα κουπιά· διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, τοποθετώ κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη τρύπα, σε Ηρόδ.