Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1 - 20]
Ε, ε, ἔψιλον, το πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, εʹ= πέντε και πέμπτος, αλλά ͵ε = 5.000. Οι αρχαίοι προέφεραν αυτό το φωνήεν εἶ(όπως προέφεραν και τα ο, οὖ). Την περίοδο αρχηγίας του Ευκλείδη (403 π.Χ.) οι Αθηναίοι υιοθέτησαν το μακρό ε (Η, η) απ' το Σαμιακό αλφάβητο. Οι Γραμμ. ονόμασαν το βραχύ ε, ἒ ψιλόν, δηλ. ε χωρίς δάσυνση, διότι το Ε χρησιμοποιούνταν για να δηλωθεί η δασεία.
Στην Ιων., το ε αντικαθιστούσε το , βέρεθρον ἔρσην τέσσερες αντί βάραθρον ἄρσην τέσσαρες, και τα συνηρ. ρημ. σε -άω, όπως ὁρέω, φοιτέω.
ἒἔ ή ἒἒἒἔ, επιφών. πόνου ή θλίψεως, σε Αισχύλ. κ.λπ.
, Λατ. se, βλ. οὗ, sui.
ἔᾱ, επιφών. θαυμασμού ή δυσαρέσκειας, Λατ. vah! ιδίως πριν από μία ερώτηση, ἔα, τί χρῆμα; σε Αισχύλ.· ἔα, τίς οὗτος...; σε Ευρ.
ἔᾰ, Ιων. αντί ἦν, παρατ. του εἰμί (sum).
ἔᾱ, Ιων. αντί εἴα, γʹ ενικ. παρατ. του ἐάω. II. ἐᾷ, Επικ. ἐάᾳ, γʹ ενικ. ενεστ.
ἔᾱγα[ᾰ], παρακ. (με ενεστ. σημασία) του ἄγνυμι· ἐάγην [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ.
ἕᾱδα, μτχ. ἑᾱδώς, παρακ. του ἁνδάνω· ἔᾰδον, αόρ. βʹ.
ἑάλην ή ἐάλην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του εἴλω.
ἑάλωκα[ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.
ἐάν[ᾱ], I. σύνδ. σύνθετος από το εἰ και ἄν, επίσης συνηρ. με τα ἤν και ἄν, I. αν τυχόν, αν, ακολουθ. από υποτ. (παρόλο που το εἰ ακολουθ. από οριστ. ή ευκτ.), Επικ. εἴ κε, αἴ κε. II. Στην Κ.Δ. το ἐάν χρησιμ. όπως ακριβώς το επίρρ. ἄν μετά από αναφορ. αντων. και συνδ., όπως το ὃςἐάν, ο οποιοσδήποτε, ὅσος ἐάν, ὅστις ἐάν, ὅπου ἐάν κ.λπ.
ἐάνδανε, Ιων. αντί ἥνδανε, γʹ ενικ. παρατ. του ἁνδάνω.
ἑᾱνός, , -όν (ἕννυμι),· I. αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ λιτί, με λεπτό ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και λευκό, σε Ομήρ. Ιλ.· πέπλος ἑᾱνός, λεπτό, διαφανές βέλο, στο ίδ.· ἑανοῦ κασσιτέροιο, κασσίτερος σφυρηλατημένος ώστε να είναι κατάλληλος να φορεθεί, στο ίδ. II. ως ουσ., ἑᾰνός, , λεπτό πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
ἔαξα, Επικ. αντί ἦξα, αόρ. αʹ του ἄγνυμι.
ἔαρ, ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. τύπος εἶαρ, εἴᾰρος· συνηρ. ἦρ, ἦρος· Λατ. ver, spring, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, στην αρχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· ἅμα τῷ ἔαρι, στο ξεκίνημα της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην ακμή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔαρ ὁρᾶν, αυτός που δείχνει ακμαίος και σπινθηροβόλος, σε Θεόκρ.· γενύων ἔαρ, δηλ. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου, σε Ανθ.
ἐαρίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, περνώ την άνοιξη, σε Ξεν.
ἐαρῐνός, , -όν, Επικ. εἰαρινός· σε άλλους ποιητές, ἠρινός· Λατ. vernus, ανοιξιάτικος, εἰαρινὴ ὥρη, η εποχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. ἠρινόν, -νά, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· ἠρινὰ κελαδεῖν, λέγεται για το χελιδόνι, σε Αριστοφ.
ἐαρο-τρεφής, -ές (τρέφω), αυτός που ευδοκιμεί την άνοιξη, σε Μόσχ.
ἔας, I. Ιων. βʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (sum). II. ἐᾷς, βʹ ενικ. του ἐάω.
ἔᾱσι, Επικ. αντί εἰσί, γʹ πληθ. του εἰμί (sum).