Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ρ"

Βρέθηκαν 308 λήμματα [1 - 20]
Ρ, ρ, ῥῶ, τό, άκλιτο, το δέκατο έβδομο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό ρʹ = 100, ͵ρ = 100.000. I. Διαλεκτικές και άλλες μεταβολές: 1. στην Αιολ., στο τέλος λέξεων το σ μετατράπηκε σε ρ, όπως στα οὗτορ, ἵππορ αντί οὗτος, ἵππος, πρβλ. Λατ. arbor αντί arbos, honor αντί honos· 2. στην Αττ., τα ρρ αντικατέστησαν το Ιων. και αρχ. Αττ. ρσ, όπως στα ἄρρην, θάρρος αντί ἄρσην, θάρσος· 3. σε ορισμένες λέξεις το ρ μετατίθεται, όπως στα κάρτος Επικ. αντί κράτος, ἀταρπός αντί ἀτραπός, κραδίη αντί καρδία· φαινόμενο που απαντά κυρίως στους ποιητές για μετρικούς λόγους· II. 1. το ρ στην αρχή λέξης προφερόταν τόσο ισχυρά, ώστε μπορούσε να καταστήσει το βραχύ φωνήεν της προηγούμενης λέξης θέσει μακρό, όπως στο ψυχρὴὑπὸ ῥιπῆς, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εξαιτίας της ισχυρής προφοράς, το ρ διπλασιαζόταν μετά από πρόθεση που έληγε σε φωνήεν ή μετά το στερητικό α, καθώς και μετά από αύξηση στα ρήματα, όπως στα ἀπορρίπτω, ἄρρωστος, ἔρριψα· 3. εάν μια λέξη αρχίζει με ρ, τότε δασύνεται, εκτός από την Αιολ. διάλεκτο, στην οποία το ρ ποτέ δεν δασύνεται.
ῥά[ᾰ], εγκλιτ. μόριο, Επικ. αντί ἄρα, σε Όμηρ.· σπανιότερα, στα λυρικά χωρία των Τραγ.
ῥαββί, ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Κ.Δ.
ῥαβδίον, τό, υποκορ. του ῥάβδος, μικρή ράβδος, ραβδάκι, σε Βάβρ.
ῥαβδο-μᾰχία, (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.
ῥαβδονομέω, μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.
ῥαβδο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που κρατά ραβδί, ραβδοφόρος, αγωνοδίκης, καστής· απ' όπου, ό,τι και το ῥαβδοῦχος, λέγεται για τους Ρωμαίους ραβδούχους, από το Λατ. lictors, σε Πλούτ.
ῥάβδος, , I. 1. ραβδί, βέργα, μπαστούνι, ράβδος, Λατ. virga, σε Όμηρ., Ξεν. 2. μαγική ράβδος, όπως εκείνη της Κίρκης ή της Αθηνάς ή του Ερμή, σε Όμηρ. 3. ψαροκάλαμο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κλαδίσκος για το πιάσιμο των μικρών πουλιών, (ι)ξόβεργα, σε Αριστοφ. 4. ξύλο ακοντίου ή λαβή, στυλιάρι, σε Ξεν. 5. ράβδος, σκήπτρο ως σύμβολο αξιώματος, όπως το σκῆπτρον, σε Πίνδ. 6. ράβδος που κρατούσε ο ῥαψῳδός· απ' όπου, κατὰ ῥάβδον ἐπέων, κατά το μέτρο των ποιημάτων του (Ομήρου), σε Πίνδ. 7. ραβδί για μαστίγωση, ξυλοδαρμό, σωφρονισμό, σε Πλάτ.· αἱ ῥάβδοι, οι fasces των Ρωμαίων ραβδούχων, σε Πλούτ. 8. ποιμενική ράβδος. II. λωρίδα, ταινία ή κορδέλα, ζώνη, σε Ομήρ. Ιλ.
ῥαβδουχέω, μέλ. -ήσω, βαστώ ραβδί ή σκήπτρο ως έμβλημα, σύμβολο ενός αξιώματος — Παθ., στην αρχαία Ρώμη, φέρω, βαστώ τις ράβδους ως ραβδούχος μπροστά από τις ιερές παρθένες, προπορεύομαι ως ραβδούχος, σε Πλούτ.
ῥαβδουχία, , στην αρχαία Ρώμη, αξίωμα του ραβδούχου και μετωνυμικά οι ίδιοι οι ραβδούχοι, σε Πλούτ.
ῥαβδ-οῦχος, (ἔχω), αυτός που φέρει, κρατά ραβδί ή σκήπτρο ως σύμβολο αξιώματος· 1. δικαστής, κριτής αγώνα, αγωνοδίκης, σε Πλάτ. 2. υπηρέτης άρχοντα, αυλικός, ο οποίος έφερε τη ράβδο του άρχοντα, σε Αριστοφ.· ομοίως, στην αρχαία Ρώμη, λεγόταν για τους ραβδούχους που κρατούσαν δέσμες ράβδων γύρω από πέλεκυ, σε Πολύβ., κ.λπ.
ῥαβδοφορέω, μέλ. -ήσω, κρατώ ραβδί, μπαστούνι, σε Στράβ.
ῥαβδο-φόρος, -ον (φέρω), = ῥαβδοῦχος, σε Πολύβ.
ῥάβδωσις, (από το ῥαβδόω), ράβδωση, αυλάκωση κιόνων, σε Αριστ.
ῥαβδωτός, , -όν (από το ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος II), αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός, ριγέ, ραβδοειδής, αυλακωτός (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.
ῥᾰγάς, -άδος, (ῥαγῆναι), ρήγμα, ρωγμή, σκάσιμο, σε Ανθ.
ῥαγδαῖος, , -ον (ῥάγδην), σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, σε Πλούτ., Λουκ.
ῥαγῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του ῥήγνυμι.
ῥᾱγίζω, μέλ. -ίσω (ῥάξ), μαζεύω, συλλέγω ρώγες, σε Θεόκρ.
ῥᾱγο-λόγος, -ον (ῥάξ, λέγω), αυτός που μαζεύει ρώγες, σε Ανθ.