
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπερβολή"
- ὑπερβολή, ἡ (ὑπερβάλλω), I. 1. βολή, ρίψη πέρα από το σημείο που έριξαν οι άλλοι, υπερακόντιση, ανωτερότητα, υπεροχή, σε Θουκ. 2. υπέρβαση, υπέρτατος βαθμός ενός πράγματος, σε Πλάτ.· σε ποικίλες φράσεις, χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαι, αγορά σε υπερβολική τιμή, σε Ευρ.· οὐκ ἔχει ὑπερβολήν, δεν μπορεί να πάει παραπέρα, σε Δημ.· εἴ τις ὑπερβολὴ τούτου, αν υπάρχει κάτι πέρα απ' αυτό (χειρότερο απ' αυτό), στον ίδ.· ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι, φθάσιμο στα άκρα, υποβολή ακραίου ζητήματος, στον ίδ.· ακολουθ. από γεν., ὑπερβολὴ ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὐτοῦ βδελυρίας, οδήγησε τη δική του παλιανθρωπιά πέρα από τη δική τους, στον ίδ.· ἐπέφερον τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι, την υπερβολική τους τάση για επανάσταση, σε Θουκ. 3. με πρόθ. με επιρρ. σημασία, =ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν, υπερβολικά, υπέρμετρα· με γεν., πολύ πέρα, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, δηλ. πολύ περισσότερο πανούργος, σε Ευρ.· καθ' ὑπερβολὴν τοξεύσας, με υπερβολική, ανυπέρβλητη δεξιότητα, σε Σοφ.· καθ' ὑπερβολήν, υπερβολικά, παράλογα, σε Ισοκρ. κ.λπ. 4. φράση που υπερβαίνει το μέτριο, υπερβολή, στον ίδ., Αριστ. II. διάβαση βουνών, σε Ξεν. III. (από τη Μέσ.), αναβολή, αργοπορία, σε Ηρόδ., Δημ.