Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀλοφύρομαι[ῡ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀλοφύρομαι[ῡ], μέλ. -ὀλοφῠροῦμαι, αόρ. αʹ ὠλοφῡράμην, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ὀλοφύραο, ὀλοφύρατο· μτχ. Παθ. αορ. αʹ ὀλοφυρθείς· I. 1. αμτβ., θρηνώ, θρηνολογώ, οδύρομαι, κλαίω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. θρηνώ ή συμπάσχω για τις συμφορές άλλων, δείχνω οίκτο, σε Όμηρ.· με γεν., συμπονώ κάποιον, οικτείρω, σε Ομήρ. Ιλ. 3. ζητιανεύω με κλάματα και θρηνωδίες, επικαλούμαι, ικετεύω, καί μοι δὸς τὴν χεῖρ', ὀλοφύρομαι, στο ίδ. 4. με απαρ., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; γιατί θρηνείς ενώ πρέπει να είσαι γενναίος; σε Ομήρ. Οδ. II. 1. με αιτ., θρηνώ για κάτι, οδύρομαι, στο ίδ., Ηρόδ., Αττ. 2. συμπονώ, ελεώ, οικτείρω, σε Όμηρ.