
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἕτερος"
- ἕτερος, -α, -ον· Δωρ. ἅτερος [ᾰ]· αλλά, ἅτερος [ᾱ], Αττ. κράση αντί ὁ ἕτερος, Ιων. οὕτερος, Δωρ. ὥτερος· ουδ. θάτερον, Αττ., Ιων. τοὔτερον· πληθ. ἅτεροι, θάτερα, αντί οἱ ἕτεροι, τὰ ἕτερα, γεν. θατέρου· δοτ. θατέρῳ· θηλ. ονομ. ἁτέρα, δοτ. θἀτέρᾳ· I. Λατ. alter, ο άλλος, ένας από τους δύο, χειρὶ ἑτέρῃ, σε Όμηρ., βλ. κατωτ. IV· χωλὸς ἕτερον πόδα κ.λπ.· έπειτα, λέγεται για όλα τα πρόσωπα ή πράγματα που υπάρχουν σε ζεύγη, Λατ. alteruter, σε Ομήρ. Ιλ.· τὴν ἑτ. πύλην, μία εκ των δύο, μία από τις δύο πύλες, σε Ηρόδ.· δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτ., σε Θουκ. κ.λπ.· στον πληθ., ένα από τα δύο μέρη, το καθένα από τα οποία βρίσκεται σε πληθ., Λατ. alterutri, σε Όμηρ. 2. σε διπλές προτάσεις, το ἕτερος (στον Πεζό λόγο ὁ ἕτερος) επαναλαμβάνεται, ἕτερον μὲν ἔδωκε, ἕτερον δ' ἀνένευσε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. συχνά επαναλαμβάνεται μέσα στην ίδια πρόταση, ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστιν, ο ένας στηρίζεται, εξαρτάται από τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι, ο ένας κυβερνά, διοικεί, διατάζει, εξουσιάζει τον άλλο, σε Θουκ. 4. όπως το Λατ. alter, = δεύτερος, δεύτερος, ἡ μέν..., ἡ δ' ἑτέρη..., ἡ δὲ τρίτη..., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ ἑτέρα (ενν. ἡμέρα), η δεύτερη μέρα, δηλ. μεθ-αύριο, σε Ξεν.· ομοίως, με αντωνυμίες που δηλώνουν ποσότητα, ἕτερον τοσοῦτο, άλλο τόσο στο μέγεθος, σε Ηρόδ. II. τίθεται σε χαλαρή σύνδεση αντί του ἄλλος, Λατ. alius, άλλος, σε Όμηρ., Αττ. III. 1. άλλος από τον συνηθισμένο, διαφορετικός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἕτ. καὶ οὐχ ὁ αὐτός, σε Δημ.· με γεν., άλλος από, διαφορετικός από, ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων, σε Θουκ.· ομοίως και, ἕτερον ἢ..., σε Ευρ. 2. άλλος απ' αυτό που θα έπρεπε να είναι, άλλος, όχι καλός, ευφημ. αντί κακός, όπως το Λατ. sequior αντί malus, ἀγαθὰ ἢ θάτερα, σε Δημ.· μόνο του, ἑτ. θυσία, σε Αισχύλ. κ.λπ. IV.ειδικότερες χρήσεις: 1. α) ελλειπτικό, τῇ ἐτέρᾳ (ενν. χειρί), Επικ. τῇ ἑτέρῃ ή ἑτέρῃφι, με το ένα χέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, με το αριστερό χέρι, σε Όμηρ. β) (ενν. ἡμέρα) κατά την επόμενη μέρα, σε Σοφ., Αριστοφ. 2. επιρρηματικά με προθέσεις: α) ἐπὶ θάτερα, προς το ένα ή το άλλο μέρος, σε Θουκ., κλπ. β) κατὰ θάτερα, στη μία ή στην άλλη πλευρά, σε Πλάτ.V. 1. επίρρ., ἑτέρως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σε Πλάτ. 2. διαφορετικά, με άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Δημ.