LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐποχή"
- ἐποχή, ἡ (ἐπέχω), εμπόδιο, διακοπή, παύση· η Εποχή ενός αστερισμού, δηλ. το σημείο στο οποίο φαίνεται να σταματά την κίνησή του έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα του, σε Πλούτ.