
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπι-σκοτέω"
- ἐπι-σκοτέω, μέλ. -ήσω (σκότος), ρίχνω σκιά επάνω σε, επισκιάζω, με δοτ., σε Δημ.· ἐπ. τινὶ τῆς θέας, τον εμπόδιζε να βλέπει, σε Πλάτ.