Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-λαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον, παρακ. -είληφα, Παθ. -είλημμαι· I. 1. α) καταλαμβάνω, κυριεύω, προσβάλλω, λέγεται για ασθένεια, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, Λατ. sensibus captus, σε Πλούτ. β) λέγεται για γεγονότα, καταλαμβάνω ξαφνικά, αιφνιδιάζω, σταματώ, εμποδίζω, σε Θουκ. 2. εκτείνομαι, φθάνω, σε Ξεν.· ἔτη ὀκτὼ ἐπ., ξεπερνώ τα οχτώ χρόνια, σε Θουκ. 3. πιάνω, κρατώ, σταματώ, ιδίως μέσω πίεσης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐπ. τινὰ τῆς ὀπίσω ὁδοῦ, τον εμποδίζω απ' το να επιστρέψει, σε Ηρόδ. 4. μεταφ., πολὺν χῶρον ἐπ., καταλαμβάνω πολύ χώρο, τον διαβαίνω γρήγορα, ορμητικά, όπως το corripere campum του Βιργ., σε Θεόκρ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., κρατιέμαι πάνω σε, πιάνομαι από, πιάνω, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. 2. επιτίθεμαι, τινος, σε Ξεν. 3. κατάσχω, συλλαμβάνω, τινος, σε Δημ. 4. καταλαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, προστάτεω ηγεμόνα, προφάσιος πρόσχημα, πρόφαση, σε Ηρόδ. 5. λέγεται για τόπο, φθάνω, προσεγγίζω, τῶν ὀρῶν, σε Πλούτ. 6. επιχειρώ κάτι, με γεν., στον ίδ. 7. παίρνω τον λόγο, διακόπτω κάποιον που μιλά (πρβλ. ὑπολαμβάνω), σε Πλάτ.· εναντιώνομαι, φέρνω αντίρρηση σε, σε Ξεν.