
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιστήμη"
- ἐπιστήμη, ἡ (ἐπίσταμαι),· I. γνώση ενός ζητήματος, δεξιότητα, εμπειρία, όπως στην τοξοβολία, σε Σοφ.· στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ. II. γενικά, γνώση, σε Σοφ.· ιδίως, επιστημονική γνώση, επιστήμη, γνώση, σε Πλάτ. κ.λπ.