
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐνδείκνῡμι"
- ἐνδείκνῡμι ή -ύω, μέλ. -δείξω, I. 1. δείχνω, υποδεικνύω, Λατ. indicare, σε Σοφ. κ.λπ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, καταγγέλλω, ελέγχω, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλούτ.· σε Παθ., ἐνδεδειγμένος, σε Πλάτ.· ἐνδειχθέντα δεκάζειν, αυτός που έχει καταγγελθεί για δωροδοκία, σε Δημ. II. 1. Μέσ., φαίνομαι, φανερώνομαι, Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι, θα παρουσιαστώ στον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην, σε Ηρόδ. 2. με μτχ., δείχνω, παρουσιάζω αποδείξεις ότι κάνω κάτι, αποδεικνύω, σε Ευρ. κ.λπ. 3. με αιτ. πράγμ., επιδεικνύω, παρουσιάζω, Λατ. prae se ferre, σε Αισχύλ., Θουκ. 4. ἐνδείκνυσθαί τινι, δείχνω προθυμία προς κάποιον, προσπαθώ να προσελκύσω την εύνοιά του, είμαι φιλοφρονητικός επιδιώκοντας την εύνοια αυτού που δέχεται τις περιποιήσεις μου, σε Δημ., Αισχίν.