Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκ-κομίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· I. 1. μεταφέρω, βγάζω έξω, ιδίως σε μέρος που είναι ασφαλές, σε Ηρόδ.· ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος, εμποδίζω κάποιον να μπει σε κίνδυνο, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ., σε Θουκ. 2. κάνω εκφορά ενός νεκρού, θάβω, κηδεύω, ενταφιάζω, Λατ. efferre, σε Πλούτ. II. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος, τι, σε Ευρ.