
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐκβαίνω"
-
ἐκ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ ἐξέβην·
Α. I. 1. βγαίνω έξω από, εξέρχομαι από ένα μέρος· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐκβ. ἐκ..., σε Θουκ.· απόλ., αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. εξέρχομαι από ένα μέρος, με γεν. ή ἐκβ. ἐκ..., σε Ευρ. κ.λπ. 3. με αιτ., εξέρχομαι, ξεπερνώ, υπερβαίνω, στον ίδ., σε Πλάτ. 4. στους Ποιητές το όργανο κίνησης προστίθεται σε αιτ., ἐκβὰς πόδα, σε Ευρ.· πρβλ. βαίνω Α. II. 3. II. μεταφ., 1. βγαίνω, εξέρχομαι από κάπου με αυτό ή τον άλλο τρόπο, πραγματοποιώ, αποβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· εκπληρώνομαι, λέγεται για προφητείες, σε Δημ.· κάκιστος ἐκβ., αποδεικνύομαι φαύλος, αχρείος, κακοήθης, σε Ευρ.· τὰ ἐκβησόμενα, αυτά που πρόκειται, που είναι πιθανό να συμβούν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. βγαίνω έξω απ' τα αναμενόμενα, δέοντα, προσήκοντα όρια, τα υπερβαίνω, πηγαίνω μακριά, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ', σε Ευρ. Β. Μεταβατικό, στον αόρ. αʹ -έβησα· εκβιβάζω, αποβιβάζω από πλοίο, σε Όμηρ., Ευρ.