LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐγ-χειρέω"
- ἐγ-χειρέω, μέλ. -ήσω (χείρ)· 1. βάζω το χέρι μου σε κάτι, επιχειρώ κάτι, με δοτ. πράγμ., σε Ευρ., Θουκ.· με απαρ., σε Ξεν. κ.λπ.· απόλ., επιχειρώ, αρχίζω, σε Σοφ., Θουκ. 2. απλώνω τα χέρια σε, προσβάλλω, επιτίθεμαι, κάνω επίθεση, τινι, στον ίδ., Ξεν.