Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐγ-γίγνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐγ-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι· γʹ πληθ. Επικ. παρακ. ἐγγεγάᾱσι· αποθ.· I. 1. γέννηση ή ανατροφή, μεγάλωμα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι έμφυτος, σύμφυτος, στον ίδ., Ευρ. 3. λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, συμβαίνω εντός ή ανάμεσα, τισι, σε Ηρόδ. II. εισέρχομαι, παρεμβαίνω, περνώ, λέγεται για χρόνο, στον ίδ., Θουκ. III. ἐγγίγνεται, απρόσ., επιτρέπεται ή είναι δυνατό, με απαρ., σε Ηρόδ., Αττ.