
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀ-σύμφορος"
- ἀ-σύμφορος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφορος, -ον, αυτός που δεν συμφέρει, απρόσφορος, ανώφελος, σε Ησίοδ.· με δοτ., ακατάλληλος για κάτι, επιβλαβής, σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, ἔς ή πρός τι, στον ίδ.· επίρρ., -ρως, σε Ξεν.